Γράφει η Ειρήνη Αντωνάκη
Και αν ήταν έτσι ο δικός μας επίλογος, για ποιο λόγο έπρεπε να ξεκινήσει αυτή η ιστορία;
Με πονάει που το τέλος ήταν άδοξο. Η ιστορία έμεινε μισοτελειωμένη και εμείς οι δύο μετέωροι, σε συναισθήματα που δεν είχαμε το θάρρος να ομολογήσουμε. Και παρόλο που φτάσαμε εδώ, εγώ ξανά θα επέλεγα εσένα, όσο και αν πονάω τώρα.
Μένουμε και οι δύο σε ζωές γκρίζες, ανούσιες, απλά γιατί φοβόμαστε να ζήσουμε. Δειλιάσαμε στον έρωτα και επιλέξαμε τη συνήθεια. Είχαμε το όνειρο μαζί, και εσύ απλά επέλεξες τη ζώνη ασφαλείας σου.
Για σένα, θα είμαι όλα αυτά που φοβάσαι να ζήσεις. Θα αντικατοπτρίζω όλες τις σκέψεις που δεν είχες το θάρρος να κάνεις πράξεις. Θα είμαι το πάθος που προτίμησες να σβήσεις, παρά να φουντώσεις.
Το όνομά μου θα σου προκαλεί αναταραχή, γιατί θα είμαι, να μωρέ ξέρεις, αυτό το απρόσμενο συναίσθημα που προτίμησες να θυσιάσεις στο βωμό της βόλεψής σου. Εγώ, για σένα μωρό μου, θα είμαι το μεγαλύτερο απωθημένο και το θέλω που δεν τόλμησες να ζήσεις.
Θα είμαστε ένα αντίο που δεν ειπώθηκε ποτέ, ένα φιλί που δεν δόθηκε ποτέ, και ένα “σε θέλω” που φώναξαν κάτι ματιές. Θα ζούμε χωριστά, θα πλανιόμαστε σε κενά συναισθήματα και θα προσποιούμαστε ότι όλα είναι μια χαρά.
Έτσι, θα καταλήξουμε. Εσύ στη ζωή σου, εγώ στη ζωή μου, και μαζί στις σιωπές μας. Και θα είναι η μόνη στιγμή που θα σε νιώθω, έστω και λίγο, κοντά μου.