Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Κάποτε με φόβιζαν αυτά τα λόγια πίσω απ’ την πλάτη μου. Με τρόμαζε το παρασκήνιο που μπορεί να υπήρχε και που δεν το γνώριζα. Με τρόμαζε η ευκολία με την οποία μπορούσε ν’ αλλάζει η όψη των ανθρώπων, όταν δεν κοιτούσα. Με τρόμαζαν τα όμορφα λόγια μπροστά μου, που με το απομακρυνόμουν γίνονταν ψίθυροι που έσταζαν δηλητήριο.
Κάποτε με τρόμαζαν όλες αυτές οι διπλωματικές, σκακιστικές κινήσεις, με απώτερο σκοπό το ματ εναντίον μου. Όλες αυτές οι πισώπλατες, έντεχνες προσπάθειες αποκαθήλωσης, που συνοδεύονταν από ψεύτικα χαμόγελα και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Κάποτε με τρόμαζαν αυτές οι μάσκες που έπεφταν με το που γυρνούσα το βλέμμα.
Μεγάλωσα πια κι έπαψα να τρομάζω μ’ όλα τα δήθεν και τα ψεύτικά τους. Μεγάλωσα κι έμαθα πως θέλει δύναμη για να μπορούν οι άνθρωποι να έχουν ένα μόνο πρόσωπο, θέλει δύναμη για να μπορούν να δείχνουν ευθέως όσα νιώθουν και να μην χρειάζεται να προσποιηθούν. Θέλει δύναμη και δυστυχώς ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο με ύπουλα, φοβισμένα ανθρωπάκια. Τι άλλο από φόβος εξάλλου, μπορεί να οδηγήσει σε υπόγειες συμπεριφορές και πισώπλατα λόγια;
Μεγάλωσα κι έπαψα να φοβάμαι αυτούς που επιλέγουν κατά περίπτωση, ένα απ’ τα χίλια προσωπεία τους. Μεγάλωσα κι απλά γελάω, γιατί ξέρω πόσο τρομαγμένα πλάσματα είναι. Μεγάλωσα κι απλά λυπάμαι, γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να σταθούν όρθιοι και να κοιτάξουν τους άλλους κατάματα. Λυπάμαι, γιατί ξέρω πως η μοίρα που επέλεξαν είναι να σέρνονται αέναα.
Κάποτε με τρόμαζαν αυτές οι μάσκες που έπεφταν με το που γυρνούσα το βλέμμα. Τώρα απλά χαμογελώ και συνεχίζω τη διαδρομή μου, γιατί ξέρω καλά πως όσοι μιλούν πίσω απ’ την πλάτη μου, ακριβώς εκεί ανήκουν.