Γράφουν ο Γιώργος Καραγεώργος και η Ματίνα Νικάκη – MaGio
Εκείνη:
Το ξέρω πως δεν ακούει λέξη απ’ ό,τι του λέω. Ούτε μία… Ξέρω τι κάνει όμως, βάζοντας το χέρι του στο λαιμό μου και τραβώντας με κοντά του, στη θέση μου!
Ντύνοντας εγώ αμέριμνη με χαριτωμένες κουβέντες τη στιγμή, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μπει στο μυαλό μου και να ανακαλύψει τα πάντα…!
Έχει αντικρίσει πολλά εκεί μέσα. Σ’ ένα εφτάχρονο έχει αδυναμία, που αλωνίζει εκεί, ένα επίμονο και πεισματάρικο πλάσμα. Αλλά αυτός ψάχνει τον δράκο! Χμμμ… Πολλές φορές τον ψάχνει. Ένα δίκιο το ‘χει, όλοι μας έχουμε από έναν.
Ίσως τρόμαζε αν ήξερε πως τελικά, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τον κοίταζε κατάματα! Γιατί ο δράκος στεκόταν πάντα μπρος του. Γιατί στην πορεία της είχε γίνει ολόκληρη η ίδια δράκος…
Όταν την πρώτη εκείνη φορά τη ρώτησε:
“Μπορώ να σου πιάσω το χέρι;”
Σάστισε. Κάθισε. Αφουγκράστηκε…
Αποφάσισε να μην βγάλει φωτιές, αφού δεν λυσσομανούσε το μέσα της… Είχε ημερέψει. Την είχε ημερέψει η ηρεμία του, η στοργή του, η αγάπη του!
Δεν το γνωρίζει αυτός ακόμα. Ίσως κάποια στιγμή του το πω!
Ένεκα της ημέρας
Εκείνος:
Να την κοιτάς και να μη βρίσκεις τίποτα άσχημο επάνω της και μέσα της. Να ευχαριστείς τον Θεό, από τα βάθη της ψυχής σου, που σου έφερε στον δρόμο σου κάτι τόσο αφόρητα όμορφο.
Να σε γοητεύει η κάθε της κουβέντα κι η κάθε της σιωπή. Να αγαπάς την κάθε της γωνιά, την κάθε λεπτομέρεια της, την κάθε της ατέλεια, που εσύ την βλέπεις τέλεια.
Να την ερωτεύεσαι κάθε μέρα και λίγο παραπάνω, ως το σημείο που να νιώθεις πως θα πεθάνεις από έρωτα για εκείνη.
Να παθαίνει οργασμούς το σώμα σου, τα αυτιά σου όταν σου μιλάει, τα μάτια σου όταν την κοιτάζεις, το μυαλό σου όταν τη σκέφτεσαι…
Να είναι η ζωή μαζί της μια ατελείωτη βόλτα, μια λυτρωτική αγκαλιά, ένα φλιτζάνι με ζεστό καφέ, γάλα και κανέλα.
Να χωράει μέσα στα δυο της χέρια ο κόσμος σου ολάκερος.
Τι άλλο να θέλεις πέρα από αυτό;