Γράφει η Αγγελική Καμπέρου
Ο Οκτώβρης είχε μπει για τα καλά και εγώ καθισμένη στα βότσαλα της δικής μου παραλίας έτρεμα από το κρύο, το πείσμα μου όμως να παρατείνω το καλοκαίρι με απέτρεψε από το να φορέσω κάτι πιο ζεστό.
Ήρθες από πίσω μου, έβγαλες την ζακέτα σου και μου την έριξες στους ώμους.
Τάχα μου νευριασμένα πέταξα την ζακέτα από πάνω μου και σου είπα πως εγώ έχω περίσσευμα καλοκαιριού μέσα μου, δεν κρυώνω εγώ. “Τι να σε κάνω βρε κακομαθημένο μου” μου είπες γελώντας, “που μυαλό δεν θα βάλεις ποτέ και το πείσμα σου κάποια στιγμή θα σε φάει” συνέχισες και κάθισες δίπλα μου.
Κοίταξα γύρω μου και βρήκα ένα φτερό από κάποιο πουλί περαστικό, το έπιασα στα χέρια μου και το περιεργάστηκα.
“Πόσο ζηλεύω τα πουλιά” σου είπα και με κοίταξες με απορία. “Μπορούν και φεύγουν και πετάνε για μέρη πιο ζεστά ενώ εμείς μένουμε κολλημένοι στο κρύο και την παγωνιά.”
Μου χάιδεψες το χέρι, έπιασες την τσάντα σου και έβγαλες από μέσα δυο πράσινα μήλα, φάε τώρα και θα σε πάρω εγώ να φύγουμε όποτε θες καρδιά μου.