Γράφει ο Τάσος Ι.
Θα φύγει.
Μην γελιέσαι, όσο και να σε αγαπάει, θα φύγει, εφόσον δεν είσαι εκεί για εκείνη.
Εκεί, με σώμα και ψυχή. Όχι εδώ κι εκεί. Όχι στο σπίτι σου, βολεμένος (ή καταπιεσμένος, δεν έχει σημασία) κι εκείνη στη ζωή της.
Όσο κι αν σε ερωτευτεί, όσο κι αν σε αγαπήσει, θα φύγει.
Και δεν θα φταίει.
Το ηλίθιο κεφάλι σου θα φταίει, η ατολμία σου, οι φόβοι σου κι όσα προσπαθείς να σώσεις.
Και στο τέλος, θα τα σώσεις όλα, εκτός από τον εαυτό σου.
Γιατί μην γελιέσαι, εκείνη θα είναι καλά και με τον επόμενο.
Εδώ ήταν μαζί σου με τα μισά και τα υπολείμματα που την τάιζες.
Με τα μοναχικά Σαββατοκύριακα, τις γιορτές με φίλους και παρέες αλλά χωρίς εσένα, με γενέθλια κι εσένα φευγάτο στα γρήγορα έτσι και έπεφτε μέσα στις απαγορευμένες ζώνες, με ένα βράδυ Χριστουγέννων που δεν το περάσατε μαζί, με μια Πρωτοχρονιά που δεν ήταν το πρώτο σου φιλί.
Κι όχι, ποτέ δεν την είδες σαν καβάτζα.
Κι εσύ την ερωτεύτηκες πιο πολύ απ’ όσο ερωτεύτηκες οποιαδήποτε άλλη.
Και την αγάπησες. Και την νοιάστηκες. Και την φρόντισες.
Όμως στα δύσκολά της δεν ήσουν το μαξιλάρι της.
Και η “αγκαλιά” δεν μπορεί να είναι λέξη στο κινητό. Για να έχει νόημα πρέπει να είναι χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα.
Κι όσο κι αν την αγάπησες, όσο κι αν την θέλησες, δεν ήταν προφανώς αρκετό για να “σπάσεις τ’ αυγά” της τακτοποιημένης σου ζωούλας.
Ναι, ξέρεις ποια ζωή σου λέω ε;
Εκείνη με την “τέλεια” εικόνα, τους οικογενειακούς φίλους, τα ταξίδια, τις εκδρομές.
Κι εκείνη, πίσω. Με ταξίδια μοναχικά ή με παρέες.
Και τώρα; Τώρα γιατί ζητάς τα ρέστα;
Τώρα ρε μαλάκα, γιατί ζητάς το λογαριασμό;
Εσύ την άφησες να κυκλοφορεί διαθέσιμη σε βράδια και Σαββατοκύριακα.
Να έχει τα στέκια της και τις παρέες της.
Νόμιζες πως είσαι αναντικατάστατος;
Σε γελάσανε μαλάκα.
Για εσένα, μπορεί να είναι αναντικατάστατη γιατί ήταν το οξυγόνο σου σε έναν κόσμο που σου στερεί εδώ και χρόνια τις ανάσες σου.
Για εκείνη, θα μπορούσες να είσαι ο κόσμος της, αλλά επέλεξες να είσαι το περίπου της.
ΥΓ. Μια νύχτα, που μίλησα με τον καθρέφτη μου.