Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Παρκάρω το αμάξι μακριά, μην με πιάσει κανένα μάτι, μη και το δουν κοντά στο σπίτι σου και υποψιαστούν, συνδυάσουν.
Η ώρα 12:30 το βράδυ και εγώ ντυμένη ακριβώς όπως μου είπες βαδίζω στον άδειο δρόμο.
Τα τακούνια μου ηχούν στην ησυχία και νιώθω πως σε κάθε βήμα ένα ζευγάρι μάτια ακόμα στρέφεται πάνω μου, παρανοώ.
Καλοκαίρι κι όμως δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, ευτυχώς για εμένα ή μάλλον περισσότερο για εσένα.
Ο δρόμος φαίνεται ατελείωτος κι ας είναι μόνο 15 βήματα το σπίτι σου από εκεί που έχω παρκάρει.
Σου χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγεις με αυτό σου το χαμόγελο που πάντα θα μπορεί να με διαλύει.
Μυρίζω την κολόνια σου παντού στον χώρο και νιώθω σαν να έχω πιεί ένα μπουκάλι τζιν, το κεφάλι μου γυρίζει και το μόνο που θέλω είναι να χωθώ μέσα στα χέρια σου.
Σε σπρώχνω ελαφρά και μπαίνω στο σπίτι, ακόμα στο μυαλό μου υπάρχει το ενδεχόμενο να μας δουν. Δεν το ρισκάρω.
Κλείνεις πίσω μου βιαστικά και με αρπάζεις από την μέση, χάνω τα βήματά μου και προσγειώνομαι εκεί ακριβώς που ήθελα, τυλιγμένη μες τα χέρια σου.
Η καλύτερη στιγμή της μέρας μου. Η στιγμή που με έκλεινες στην αγκαλιά σου.
Ώρες αργότερα βρισκόμαστε ακόμα στο κρεβάτι, με μουσική και αγκαλιά.
Το κινητό σου φωτίζει. Η ώρα 5 το πρωί και ξέρω ήδη ποιος είναι.
Το στομάχι μου σφίγγεται και η καρδιά μου βουλιάζει, για λίγο μαγκώνεις και δεν ξέρεις τι να κάνεις.
“Απάντα” σου λέω, τάχα μου αδιάφορα. Και η καρδιά μου πια σχεδόν δεν έχει παλμό.
Με δισταγμό γυρνάς την πλάτη και διακριτικά απαντάς στο μήνυμα που ήρθε.
Σηκώνομαι και ντύνομαι, σε κοιτάζω με ένα απροσδιόριστο συναίσθημα.
Δεν ξέρω αν είναι θλίψη ή αγάπη πια. Τα έχω τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα στο μυαλό μου πλέον που μπερδεύομαι.
“Φεύγω” σου λέω και με κοιτάς με ένα χαμόγελο περίεργο.
Ήθελα να σου πω πως δεν θα ξαναέρθω, μα είναι ψέμα.
Θα έρχομαι πάντα κι ας γεμίζω ενοχές.