Γράφει ο Nickolas M.
Έχω έτοιμη την βαλίτσα και σε περιμένω. Δε θέλω να φύγω σαν τον κλέφτη. Αν μη τί άλλο, μια τελευταία εξήγηση στην οφείλω. Ή τέλος πάντων, δεν θέλω να έχεις καμιά αμφιβολία για τον λόγο. Κι ας μη νιώθω καμιά ηθική δέσμευση να εξηγήσω κάτι. Άλλωστε, εσύ το προκάλεσες..
«Ήρθες αγάπη μου»;
Σηκώνομαι από την καρέκλα, παίρνω την βαλίτσα και πάω προς την πόρτα. Γυρίζω και σε κοιτάω.
«Προέκυψε ταξίδι;»
«Φεύγω. Κανονικά. Μόνιμα. Τέλος. Ξέρεις τον λόγο. Δε θέλω άλλες κουβέντες. Έπρεπε να μου το πεις η ίδια κι όχι να το μάθω από αλλού. Θα έπρεπε να κρύβεσαι από ντροπή, αλλά ως συνήθως κάποιο «σοβαρό» λόγο θα είχες για όλα αυτά…»
Μένεις σοκαρισμένη, αλλά ειλικρινά δεν είναι πλέον δικό μου πρόβλημα. Μπαίνω ταξί, ψελλίζω ένα ξεψυχισμένο «αεροδρόμιο» και βυθίζομαι σε λήθαργο. Βλέπω κάτι θεοπάλαβα όνειρα ότι τρέχω να ξεφύγω από κάτι δράκους και για να γλυτώσω πέφτω σε έναν ωκεανό όπου πάω να πνιγώ. Τελικά με ξυπνάει η δυνατή φωνή του ταξιτζή.
«Κύριε, ξυπνήστε, φτάσαμε! Τον έχετε εύκολο τον ύπνο βλέπω, ούτε που θα καταλάβετε την πτήση σας!»
Τί να εξηγείς τώρα. Τον πληρώνω, του αφήνω και τα ρέστα και πάω κατευθείαν στον γκισέ.
«Για ποια πτήση ενδιαφέρεστε, κύριε;»
«Την πρώτη διαθέσιμη..»
Πρέπει να δείχνω εντελώς χαμένος, γιατί με κοιτάνε όλοι σαν εξωγήινο. Κάποια στιγμή ακούω διστακτικά ένα «Ηράκλειο;» και ασυναίσθητα δίνω ταυτότητα και χρήματα. Βρίσκω γρήγορα την πύλη και κάθομαι στην αναμονή. Βλέπω μετά από ώρα την οθόνη του κινητού όπου φυσικά έχω δεχτεί βομβαρδισμό από τηλέφωνα και μηνύματα σου. Αρνείσαι τα πάντα και απαιτείς να συζητήσουμε, ότι η φυγή δεν είναι λύση κλπ. κλπ. Οριακά ανασαίνω βέβαια, αλλά βρίσκω κουράγιο να γράψω τρεις λέξεις.
«Δεν σε πιστεύω..»
Νιώθω ότι ξαναμπαίνω σε λήθαργο, πάλι με παλαβά όνειρα, όλα με τον ίδιο παρονομαστή. Πνιγμός. Θυμός. Πικρία. Με ξυπνάνε πάλι από τη πύλη, να’ ναι καλά οι άνθρωποι.
«Κύριε, είστε ο τελευταίος επιβάτης για Ηράκλειο, ελάτε, η πτήση είναι έτοιμη για αναχώρηση.»
Απορώ με την ευγένειά τους, εγώ στη θέση τους θα μου είχα ρίξει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα και θα με άρχιζα στις παναγίες. Όχι για την καθυστέρηση μου. Για την ηλιθιότητά μου. Που επέμενα να εθελοτυφλώ. Που εμμονικά σφαλούσα τα μάτια μπροστά στα αδυσώπητα γεγονότα. Αλλά ήθελα να πιστέψω. Το ήθελα τόσο πολύ.
Κοιτάζω τελευταία φορά το κινητό πριν μπω. Κι άλλα μηνύματα. Αυτή τη φορά τα παραδέχεσαι όλα. Έχω δίκιο λες που είμαι θυμωμένος, φταις για όλα αλλά θα βρούμε τον τρόπο, αρκεί να είμαστε μαζί. Δεν ξέρω καν αν σε ξέρω. Είναι σαν να μιλάει ένας άγνωστος.
Κάθομαι στη θέση μου και νιώθω έτοιμος να βυθιστώ. «Καλώς ήρθατε στην πτήση μπλα μπλα κλπ. κλπ.».Έχω την απόλυτη ανάγκη να βυθιστώ, αλλά η ανησυχία των αεροσυνοδών με κρατάει ακόμα ξύπνιο.
«Επιβάτης της τελευταίας στιγμής, να περιμένουμε λέει άλλα 10 λεπτά είναι επείγον.»
«Το καλό που του θέλω. Τί χαζόκοσμος κυκλοφορεί εκεί έξω..»
Χαμογελάω πικρά. Ξέρω σίγουρα έναν τέτοιο που είναι στην πτήση σας. Αλλά μην ασχολείστε μαζί μου, δε μου αξίζει άλλωστε…
«Καλώς ήρθατε, μας καθυστερήσατε λίγο, αλλά δεν πειράζει.»
«Χίλια συγνώμη, αλλά ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου.»
«Δεν πειράζει, καθήστε εδώ».
Νιώθω την καθυστερημένη επιβάτιδα να κάθεται δίπλα μου και ταυτόχρονα ένα γνώριμο ζεστό χάδι στο χέρι μου. Γυρίζω και σε βλέπω, κλαμένη αλλά χαμογελαστή.
«Στο είπα, ή μαζί ή τίποτα.»
Προσπαθώ να συνέλθω, απορώ πώς μου βγαίνει η φωνή.
«Υποθέτω είμαστε στο τίποτα πια.»
«Όχι όσο περνάει από το χέρι μου. Ξεκουράσου τώρα και θα τα πούμε στο Ηράκλειο.»
Νιώθω ανήμπορος να αντισταθώ. Για κάποιο λόγο όμως νιώθω και μια ανακούφιση. Θέλω πολύ να σε πιστέψω. Και το θέλεις κι εσύ.
Άραγε αρκεί…;