Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή.
Από την πρώτη στιγμή που μου μίλησες και με κοίταξες.
Σκέφτηκα, με αυτόν τον άνθρωπο θα μπορούσα να έχω μια καλή ζωή μαζί.
Ερωτεύτηκα το πνεύμα σου, το φως στα μάτια σου,
τη χροιά της φωνής σου, τον λόγο σου.
Τον τρόπο που συζητάς, τον τρόπο που κάνουμε έρωτα.
Δώσαμε ανεκτίμητα δώρα ο ένας στον άλλον.
Ήθελα πάντα και κάτι παραπάνω από εσένα.
Γέλασε η ψυχή μου μαζί σου.
Γέλασε ο εαυτός μαζί σου.
Και σκεφτόμουν… μπαααα… άλλο ένα αστείο της ζωής είναι.
Τόση ευτυχία, μακάρι να γίνει ευλογία.
Σε πήρε μακριά μου…
Σαν να το περίμενα κιόλας…
Σε όποια αναποδιά μας, εσύ επέλεγες τη φυγή.
Η λογομαχία κατέληγε στο σημείο να ντύνεσαι, να ανοίγεις την πόρτα και να φεύγεις.
Και ερχόταν η πικρία στην καρδιά.
Ο αβάσταχτος πόνος και η μοναξιά.
Νυχτώνει στην καρδιά όταν φεύγει ένας άνθρωπος που αγαπάς πραγματικά.
Και πώς να τον κρατήσεις;
Η φυγή του γίνεται δικό σου στοίχειωμα.
Περιμένεις με κομμένη την ανάσα πότε θα του έρθει να σηκωθεί να φύγει ξανά.
Τον κοιτάζω να ντύνεται.
Αν φύγεις ξανά, σου λέω, αυτή θα είναι η τελευταία φορά και θα πούμε αντίο.
Καμία κίνηση δεν κάνεις, να με αγκαλιάσεις σφιχτά,
να σταματήσουν τα δάκρυα που στάζουν αίμα στην καρδιά, να τρέχουν σαν τρελά.
Εκείνος που φεύγει, κάποτε δεν θα γυρίσει ξανά, λένε οι παλιοί.
Ίσως να έχουν και ένα δίκιο.
Εκείνος που πάντα φεύγει, τη φυγή έχει στο μυαλό του κάθε λεπτό που βρίσκεται μαζί σου.
Ενδόμυχη σκέψη του είναι.
Απλά… μην σκοτώνεις τα όνειρα που κάνει ο άλλος μαζί σου.
Η καρδιά δεν είναι για να παίζεις και να την ματώνεις.
Η καρδιά είναι πολύτιμη.