Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Υπάρχουν μέρες που ξημερώνουν, και δεν είσαι προετοιμασμένος για το παράλογο. Μένεις να το κοιτάς (ή να το ακούς) και έχεις δυο επιλογές. Η μια είναι να το αφήσεις να σε καταπιεί. Ή άλλη, να παίξεις μαζί του!
Κάπως έτσι, σε μια μέρα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και ιλαροτραγωδία, γεννήθηκε μια φράση.. κι έκτοτε έχει γίνει το εσωτερικό μας αστείο, αλλά και η αληθινότερη αλήθεια μας.
Η Ζωή που λες, δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.
Δεν θα σε πρόδιδε πίσω από την πλάτη σου. Δεν θα έπαιζε διπλό ταμπλό. Δεν θα σου χαμογελούσε ενώ μέσα της σε διέγραφε.
Η Ζωή είναι εκείνη που θα καθόταν δίπλα σου στις πιο σκοτεινές σου ώρες και θα σου έλεγε: “Μην ανησυχείς, θα κάτσω εδώ μέχρι να ξημερώσει.”
Δεν θα έφευγε όταν την είχες περισσότερο ανάγκη. Δεν θα σε έκανε να νιώσεις ποτέ “πολύ” ή “λίγος”.
Η Ζωή δεν σου κλείνει την πόρτα.
Ακόμα κι όταν θυμώνει, κρατάει πάντα μια χαραμάδα ανοιχτή.
Κι όταν φεύγει, φεύγει με δάκρυα. Όχι με χαμόγελα εκδίκησης.
Δεν είναι τέλεια. Ούτε αλάθητη.
Αλλά έχει εκείνο το σπάνιο χάρισμα:
Να σε βλέπει ολόκληρο, με τις ρωγμές σου, και να μην τις φοβάται.
Η Ζωή, αν ήταν άνθρωπος, θα ήταν εκείνη η φίλη που δεν χρειάζεται να της εξηγήσεις τίποτα.
Σε κοιτάει και σε καταλαβαίνει.
Σε πιάνει από το χέρι και σου λέει: “Έλα, πάμε. Δεν τελείωσε τίποτα.”
Έρχεται μαζί σου, μια Κυριακή του Πάσχα και κλέβει λεμόνια από τις αυλές, γιατί εσύ, ξέχασες να πάρεις!
Κι αν ποτέ νιώσεις πως η Ζωή σε πρόδωσε…
Δεν ήταν η Ζωή.
Ήταν κάποιος άλλος. Με το όνομά της.
Αλλά χωρίς την ψυχή της.