Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Η αλήθεια είναι πως δεν σε περίμενα.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε μέσα σε όλο αυτό το κακό που μας συμβαίνει, στην κυριαρχία του φόβου, στο τεράστιο κύμμα που έχει (ή μας έχουν κι εμείς το δεχτήκαμε) βάλει σε κάθε πρόταση της ζωής μας.
Μεταξύ μας, είχα πιστέψει ότι στην ηλικία μου, στην πέμπτη αισίως δεκαετία της ζήσης μου οι έρωτες και αλλά παρόμοια δαιμόνια είναι μονάχα αντικείμενα ανάγνωσης, φιλολογική συζήτηση με φίλους και ίσως κι απωθημένο που απλά θα έμπαινα στη διαδικασία να αποδεχτώ ότι δεν μου έλαχε.
Γιατί βλέπεις το υπεραναλυτικο και σύνθετο μυαλουδάκι μου ήταν σχεδόν αδύνατο να αφεθεί, να παραμυθιαστεί, να λυθεί, να ριχτεί σε κάτι τέτοιο με άγνοια κινδύνου. Είχα παρασοβαρεψει το ομολογώ αλλά δεν γινόταν αλλιώς όταν η ζωή δεν σου επιτρέπει ανεμελιές και ραχάτι, δεν σ’ αφήνει να χαλαρώσεις, σε βάζει εφόσον εργάζεσαι, να γίνεσαι απλά μια παραγωγική μηχανή που εκτελεί όλο και περισσότερα όλο και καλύτερα γιατί έτσι είναι πια οι ρυθμοί της ζωής και έτσι εσύ φαντάζεις χρήσιμο γρανάζι.
Και ενώ όλοι λοιπόν περιορισμένοι κι ελεύθεροι πολιορκημενοι με μια οθόνη μπροστά μας σχεδόν μόνιμα αναμένη, αντί για ένα ζευγάρι μάτια και με κέρσορες να αναβοσβήνουν μανιωδώς για να υπενθυμίζουν το τρέχον παρόν να σου και εμφανίστηκες εσύ.
Από το πουθενά, μέσω γνωστών και φίλων διαδικτυακών, μέσω σχολίων σε μια ανάρτηση, μέσα από μια συσχέτιση καθαρά ηλεκτρονική.
Και χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά ξεκίνησε μια περίεργη επικοινωνία μεταξύ μας ένα γαϊτανάκι σχολίων όπου κάνεις δεν άφηνε κυριολεκτικά τίποτε να πέσει κάτω.
Και αυτό συνεχίστηκε μέρες και σε κάθε ευκαιρία. Ένιωθα σαν να με παρακολουθείς, σαν να περιμένεις την επόμενη φράση ή ατάκα μου για να αντιδράσεις, με όποιον τρόπο ήξερες και να δηλώσεις παρουσία.
Τα κατάφερες λοιπόν τη δήλωσες και την είδα. Στάθηκα σε σένα και αυτό στους τρεχάτους μας καιρούς και με τα μυαλά που κουβαλάω τρομάρα μου το λες και άθλο.
Και η επικοινωνία έγινε σε λίγο πιο προσωπική, φύγαμε από τους σηκωμένους αντίχειρες και τις εκάστοτε καρδούλες σε κοινή θέα, περάσαμε σε άλλους δρόμους και τόπους, σε μηνύματα πιο προσωπικά που εκεί ήμασταν μόνο εγώ και εσύ. Και τα δίκτυα δεδομένων μας.
Και ενώ υπήρχαν στιγμές μέχρι και πρόσφατα που άκουγα τον εαυτό μου να λέει πως θα τα κλείσω όλα, θα σβήσω οθόνες, θα απενεργοποιηθώ γιατί θέλω να μείνω να ακούσω λίγο εμένα και να κοιτάξω γύρω μου με προσοχή και ησυχία και όχι μέσα από μια οθόνη, εύκολα, γρήγορα και άκοπα σε έβαλα στην καθημερινότητα μου.
Δεν κατάλαβα πώς έγινε και δεν έχει και νόημα τώρα να το εξηγήσω.
Και πλέον σε αναζητώ σχεδόν καθημερινά, σε αυτά τα ηλεκτρονικά παράθυρα του κόσμου μας. Για να δω πού είσαι, πώς ζεις, πώς σκέφτεσαι, πώς νιώθεις.
Για να έχω κάτι να περιμένω όταν όλη αυτή η πολιορκία τελειώσει.
Για να μπορώ κάνω όνειρα ξανά για να ελπίζω σε μια νέα εποχή που μπορείς και θέλω να είσαι μέρος της.
Για να τρέξω να σε βρω από κοντά, να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω «να ‘μαι ήρθα»!
Και δεν σκοπεύω να φύγω πριν το ζήσουμε.
Όχι μέσα από οθόνες και νεύματα αλλά σε απόσταση αναπνοής.
Δική σου, δική μου, δική μας.
Με μιαν αγκαλιά αφετηρία ή και σφραγίδα.