Γράφει η Δώρα Βλαχοπούλου
Την πρώτη φορά που σε είδα φορούσα το πιο όμορφο χαμόγελό μου. Τα μάτια μου έλαμπαν και η ψυχή μου έτρεμε. Έτρεμε γιατί πρώτη φορά ένιωθε εκτεθειμένη. Σαν κάποιος να την έβλεπε για πρώτη φορά έτσι ακριβώς όπως είναι. Πονεμένη, ραγισμένη, αλλά πάνω από όλα δυνατή.
Προσπαθούσα να σου δείξω την πιο γλυκιά πλευρά του εαυτού μου. Αυτή που δημιουργήθηκε μόνο για εσένα κι που πριν έρθεις δεν γνώριζα καν ότι μπορούσε να υπάρξει.
Μέρα με τη μέρα, η μορφή μου άλλαζε όλο και περισσότερο. Με κοιτούσα στον καθρέπτη και δεν με αναγνώριζα. Αναρωτιόμουν πως γίνεται να γίνομαι μαζί σου τόσο ευάλωτη. Γλυκά ευάλωτη…
Όσο όμως περνούσε ο καιρός ένα πράγμα τριβέλιζε τη σκέψη μου. Θα με αντέξεις, άραγε, στα χειρότερά μου;
Θα με αντέξεις τις ημέρες που θα μοιάζω σαν καράβι με σπασμένο κατάρτι;
Εκείνες τις ημέρες που θα φοράω το μαύρο της νύχτας, αλλά δεν θα βλέπω πουθενά τα αστέρια;
Ξέρεις, τη συνήθισα τόσα χρόνια τη μοναξιά μου. Ήταν η μόνη που ήταν πάντα εκεί για εμένα, δίχως ερωτήσεις και επικριτικά βλέμματα, αθόρυβα και με σεβασμό. Μια σιωπή, που όμως ουρλιάζει.
Κάποιες φορές πατάμε γερά στα πόδια μας και είμαστε έτοιμοι να κατακτήσουμε τον κόσμο και, δυστυχώς, άλλες φορές προσπαθούμε να ισορροπήσουμε σε ένα τεντωμένο σκοινί.
Εκείνες τις άλλες είναι το θέμα. Θα με αντέχεις τότε; Τότε που τα μάτια μου θα λάμπουν από δάκρυα και όχι από ευτυχία. Αν δεν μπορείς, σε παρακαλώ, άφησε μου το χέρι. Οι ψεύτικες ελπίδες πονάν πολύ περισσότερο, από τη μοναξιά. Μην μου την χαλάς αν δεν μπορείς να την γκρεμίσεις.
Τουλάχιστον με εκείνη ξέρω πια πως να τα βγάζω πέρα…