Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος και η Ματίνα Νικάκη – MaGio
(Εκείνος):
Μια σταλιά άνθρωπος είμαι, στο είπα πριν μπλεχτούμε οι δυο μας, σε μια “φιλική” τηλεφωνική συνομιλία μας, και κυριολεκτούσα. Κι εσύ είδες σε μένα έναν γίγαντα!
Γαμάει η όρασή σου, κορίτσι μου, ή είσαι τόσο πολύ ερωτευμένη;
Δεν είμαι δα και τίποτα σπουδαίο, σου εκμυστηρεύτηκα σε ένα τυπικό μήνυμά μας. Κι εσύ άκουσες πως είμαι ο σπουδαιότερος άντρας του κόσμου!
Είναι βιονική η ακοή σου ή έχεις θειικές ικανότητες;
Και την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, κι ο ένας στεκόταν αμήχανα απέναντι από τον άλλον, το θυμάσαι; Σάρκα, ανάσες και οστά. Δεν σου έκρυψαν τίποτα τα μάτια μου, μα τα λόγια μου ήτανε λιγοστά, προσεκτικά και μετρημένα.
Μα τον Θεό, σου λέω, ακόμα αναρωτιέμαι… Πώς μέσα από τόση αμηχανία εσύ ένιωσες όλα όσα ένιωσες. Είσαι μάγισσα ή ιέρεια της αγάπης;
Κι όταν πια ακουμπήσαν τα χείλη μας, πάλευα μέσα μου από φόβο κι απόγνωση, προσπαθώντας να χάσω.
Έλα, πες την αλήθεια! Γιατί πόνταρες όλα τα ρέστα σου στη βέβαιη νίκη μου; Είσαι τόσο τρελή ή είσαι η μήτρα του “μαζί μας”, που στην αρχή το κυοφόρησες και στη συνέχεια το γέννησες;
(Εκείνη):
Δε φταις εσύ, καλέ μου, καθόλου δε φταις. Βλέπεις, ο δρόμος σου δεν είχε σταυρωθεί με αυθεντικό θηλυκό. Γυναίκα από εκείνες τις παλιακές, που είναι ολόκληρες μια αξιοπρέπεια. Που έχουν μάθει να στέκονται στο ύψος όλων των περιστάσεων, χωρίς να τους το διδάξει κανείς, γιατί μόνο έτσι ξέρουν να ζουν.
Μια γυναίκα που αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεών της, στέκεται δίπλα στους σημαντικούς της με ψυχή και σώμα. Αγαπάει χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα.
Νοιάζεται. Φροντίζει. Πονάει, αλλά σφίγγει τα δόντια. Κλαίει δυνατά κι ύστερα σκουπίζει τα δάκρυά της μόνη της. Ξεκινάει δυνατά τη μέρα της, όσο δύσκολη κι αν ήταν η νύχτα της, παλεύοντας με τα θηρία εντός της.
Δεν πουλιέται. Κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Γελάει με την ψυχή της.
Τι περίμενες; Να μην καταλάβει αυτή η γυναίκα με ποιον έχει να κάνει; Που έχει ξεσαβουριάσει τη ζωή της ουκ ολίγες φορές, πετώντας στη χωματερή όλους τους ψεύτικους αγαπητικούς και όχι μόνο.
Νομίζεις της ήταν δύσκολο να διακρίνει την ειλικρίνειά σου; Τη ντομπροσύνη σου;
Τον τρόπο που μετρούσες κάθε σου βήμα, μέχρι το αρσενικό που μιλούσε μέσα σου να σου πει: “Ναι, κορίτσι μου, πάμε να το ζήσουμε αυτό το μαζί, πάμε να το φτιάξουμε το ομορφότερο του κόσμου”.
Εγώ το πίστεψα, χάρη σε σένα. Εσύ με έπεισες ότι μπορούμε, χωρίς καν να πεις κουβέντα.
Εγώ πόνταρα στην ψυχή σου, κι εσύ στη δική μου. Και ξέρεις κάτι; Αυτό που νιώσαμε ήταν αληθινό, γιατί πρώτα ημερέψαν οι ψυχές μας κι ύστερα μου έπιασες το χέρι. Κι αυτό το χέρι δεν μου το έχεις αφήσει ακόμα, γαμώτο σου.
Όσες φωτιές πέρασα μέχρι να σε βρω, σε άλλες τόσες θα καώ για μας, αν χρειαστεί. Γιατί το αξίζεις, σου λέω!
Γι’ αυτό μην απορείς καθόλου!