Εσύ λέγε με “μαξιλάρι μου” κι εγώ θα ξέρω.
Γράφει η Λέλα Σακήλια
Κλείσε το κινητό, έχω γεμίσει το αυτοκίνητο βενζίνη και έχω διαλέξει μουσική για ώρες.
Για μια νύχτα που δεν θα έχω ζακέτα μαζί μου, και θα ζεσταίνομαι στα χέρια σου.
Για μια νύχτα που εσύ θα οδηγείς κι εγώ θα σε ακούω να μου μιλάς για τη ζωή σου.
Για μια νύχτα που θα σταματήσουμε στην άκρη του δρόμου και θα μοιραστούμε παγωτό φιστίκι και σοκολάτα πικρή..
Κι όπως θα λερώνεσαι σαν μωρό θα αγγίζω τα χείλια σου απαλά..
Κι όσο εσύ μου μιλάς για τη ζωή σου, εγώ θα σου μιλώ για τα ταξίδια μου.
Ο καθένας στην ελευθερία και στην ευτυχία του..
Μέχρι να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας.
Μέχρι να ξαναρχίσει η ζωή να γράφει στιγμές.
Θα σου μιλώ για βόλτες στην Ponte D’Alexandre και για νύχτες στην Via XX Settembre.
Θα σου μιλώ για χιονισμένα ξημερώματα στη Βουδαπέστη και νωχελικές μέρες στο Μπαλί.
Θα σου μιλώ για μέρη που ταξίδεψα για να χαθώ, κι έτσι με ξαναβρήκα, κάποια ξημερώματα, άλλοτε στην Μονμάρτη, άλλοτε στο Covent Garden κι άλλοτε στo Castelletto.
Θα σου διαβάζω από το αγαπημένο βιβλίο μικρά αποσπάσματα..
Κι όταν σιωπώ, θα κλείνω τα μάτια και θα προσπαθώ να σε βάλω εκεί, μέσα στις μνήμες.
Όπως κάνεις εσύ.. που με παίρνεις από το χέρι και με κάνεις βόλτα στο παρελθόν σου.
Κι όταν ο ουρανός θα ξημερώνει, πριν με ρωτήσεις “πού”, θα σου έχω απαντήσει “όπου”.
Και πριν μας φορέσεις ή μας ξεγυμνώσεις από ταμπέλες και ιδιότητες, θα σου πω “ό,τι” κι εκεί θα κλείσει το τι είμαστε, τι γίναμε ή τι θα γίνουμε.
Βλέπεις φόρεσα πολλές ταμπέλες στη ζωή μου και μια μια με έπνιγε λίγο παραπάνω από την προηγούμενη.
Και είναι πολλά τα “μαζί” και τα “για πάντα” που άκουσα και πριν προλάβει η ζωή να ξημερώσει βρισκόμουν στο σταυροδρόμι του “μόνη” και “για όσο”.
Κι αν θες να με λες κάπως.. λέγε με “μαξιλάρι μου” κι εγώ θα ξέρω. Κι εσύ θα ξέρεις.
Κι όλα τα άλλα, θα είναι περιττά..