Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Ξέρεις κάτι; Δεν μετανιώνω και ούτε θα μετανιώσω ποτέ γι’αυτά που ένιωσα. Μετανιώνω μονάχα για όλα όσα δεν κατάφερα να σου δείξω πως νιώθω και για εκείνα που σου έδειξα κι έφυγες.
Μετανιώνω που σε τρόμαξα. Τρομάζουν τα συναισθήματα κι εγώ το ξέρω καλά αυτό. Κι όλο αυτό και για μένα, είναι πολύ έντονο, γιατί σιγόβραζε εδώ και πάρα πολύ καιρό…Αλλά δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά.
Σου ζητώ να με συγχωρέσεις, να με συγχωρέσεις, που σου μίλησα άσχημα. Συγνώμη, ήταν λόγια θυμού, λόγια πόνου. Ξέρεις πως είναι, σίγουρα κάποια σε πόνεσε κι εσένα στη ζωή σου. Σίγουρα κάποτε απελπίστηκες και έψαχνες μέσα στα σκοτάδια σου ένα ρημάδι γιατί… Και θύμωσες και τα έβαλες με όλους και με όλα.
Σου γράφω αυτό το γράμμα απο καρδιάς κι όχι απο το μυαλό. Θυμάσαι ποια καρδιά έτσι; Εκείνη που κόντεψε να σπάσει μέσα στην αγκαλιά σου. Την ένιωσες, την έπιασες. Σ’έβαλα να την πιάσεις για να με πιστέψεις. Δεν είχα άλλο τρόπο εκείνη τη στιγμή για να σε πείσω πως όλο αυτό είναι αληθινό.
Θυμάσαι; Στο είχα πει, μη μου ζητάς ένα κρασάκι(που τελικά δεν το ήπιαμε ποτέ σαν φυσιολογικοί άνθρωποι). Εσύ ζήτησες ένα ποτήρι κρασί κι εγώ έναν έρωτα.
Έναν έρωτα αλλιώτικο απο τους άλλους. Έναν έρωτα σαν αυτούς που γράφουν τα βιβλία.
Έναν έρωτα «στα χίλια χρόνια μια φορά» που λέει κι ένα τραγούδι.
Έναν έρωτα που τον ξεκίνησαν τα δικά σου μάτια. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Ίσως είναι καλύτερα τώρα που θα ξέρουμε και οι δυο. Τελικά χειρότερα ήταν.
Τώρα πια δεν μπορούμε ούτε στα μάτια να κοιταχτούμε. Από ντροπή; Από αμηχανία; Από εγωισμό; Από φόβο μην καταλάβει ο ένας για τον άλλο κάτι; Απο φόβο μη μιλήσουν τα μάτια μας μεταξύ τους; Γιατί αυτά το ξεκίνησαν όλο αυτό. Πριν μιλήσουμε εμείς, εκείνα τα είχανε ήδη πει. Ξέρανε πριν μάθουμε εμείς οι ίδιοι.
Είναι τόσα πολλά που θα’θελα να σου πω. Είναι τόσα πολλά που θα’θελα να μάθω για σένα.
Κοίτα, στη ζωή μου, πάντα λειτουργούσα με τη λογική. Όπως ακριβώς κάνεις κι εσύ. Για πρώτη φορά, έβαλα μπροστά την καρδιά μου. Τα τελευταία χρόνια σε έβλεπα κάθε μέρα σχεδόν και προσπαθούσα να σκεφτώ λογικά. Υπήρχαν στιγμές που ξέφευγα κι έλεγα χαριτολογώντας μπροστά σε όλους πως είσαι η καψούρα μου. Κι εσύ χαμογελούσες! Θεέ μου πόσο φως να ξερες πως έχει το χαμόγελο σου! Εσύ έσπασες αυτές τις αλυσίδες κι εγώ αφέθηκα στα συναισθήματα μου.
Τώρα πλέον δεν το βλέπω αυτό το φως. Δεν βγαίνει ο ήλιος όταν έρχομαι. Και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη γι’αυτό. Θέλω να αλλάξει όλο αυτό. Δεν το αντέχω. Δεν μας αξίζει.
Δεν ξέρω γιατί σου γράφω αυτό το γράμμα. Αλήθεια δεν ξέρω. Ίσως γιατί δεν μπορώ να βγάλω λέξη όταν σε κοιτάζω και δεν θα μπορούσα ποτέ να στα πω.
Ίσως για να αποφύγω αυτό το «διαβάστηκε» χωρίς καμία απάντηση, που μου καίει την ψυχή όλο αυτό τον καιρό.
Τώρα δεν θα ξέρω. Μπορεί και να το πέταξες αυτό το γράμμα, πριν καν το διαβάσεις. Μπορεί να το διαβάσεις και να γελάσεις με την παρέα σου. Μπορεί να το κάψεις για να μην υπάρχει πουθενά και σου θυμίζει όλο αυτό το κακό που σου συνέβη.
Γιατί σαν κακό με αντιμετώπισες. Σαν αμαρτία ασυγχώρητη. Κι όμως ο Θεός μας, δεν θα μας κατηγορούσε ποτέ. Την αγάπη δεν την κατηγορεί. Την αγάπη ήρθε κι έφερε σε τούτο τον κόσμο. Απλά μας έδειξε πως πάντα υπάρχει ένας Σταυρός. Που οφείλουμε να τον κουβαλήσουμε μέχρι τη λύτρωση.
Και η δική μου λύτρωση θα είναι μια αγκαλιά. Μια σφιχτή αγκαλιά σαν εκείνη που μου χάρισες. Αληθινή και όχι φοβισμένη. Μια αγκαλιά να ηρεμήσουν όλα τα μέσα μας. Να μπορούμε να βλέπουμε ήλιους ξανά. (Αλήθεια κράτησες το χαρτάκι με τον ήλιο που ζωγράφισα κάποτε για σένα;
Εγώ θα’μαι εδώ. Όταν και αν ποτέ θελήσεις και αν έχεις διαβάσει αυτό το γράμμα μέχρι το τέλος, θα περιμένω αυτή την αγκαλιά. Χωρίς λόγια…
Απλά να μπορέσω να σε κοιτάξω ξανά στα μάτια… και να βγει ξανά ο ήλιος.