Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Επέλεξες να χαθείς, δεν σε έχασα.
Τον δρόμο σου τον διάλεξες.
Μακριά μου.
Κι όχι γιατί σε έδιωξα, αλλά γιατί με άφησες να σε αφήσω.
Δεν το κατάλαβες ποτέ κι ούτε πρόκειται να το καταλάβεις.
Δεν είναι έτσι η αγάπη κι όταν τελειώνει ο έρωτας, οι μάσκες πέφτουν.
Κι όταν μιλώ σπαράζει η φωνή μου, κι όταν μιλώ συνθλίβονται οι αντοχές μου.
Η φωνή δεν έχει πλέον ήχο κι η ματιά έχει φωνή που τρομάζει.
Είναι τα χέρια μου που λύθηκαν, γιατί δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν, δεν μπόρεσαν να χωρέσουν τον πόνο μου που σ’ έχασα.
Σ’ αγαπάω κι ας μην το πιστεύεις κι ας μην το ένιωσες.
Σημασία έχει ότι το ένιωσα εγώ!
Κρυφές αλήθειες που ποτέ δεν βρήκαν αποδέκτη.
Γυμνές ψυχές σε σωρούς κορμιών βασανισμένων.
Φωνές, κραυγές ξαναγυρνάνε.
Σέρνεται η φυγή σου και ποιος να την ακούσει.
Πονάει και δεν τολμάς, να την αγγίξεις.
Στους στίχους ξεφεύγεις, να αποδεκατίσεις τα λόγια, που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Τρομάζεις να ξεβράσεις τις σιωπές, τους γρίφους να λύσεις.
Αυτήν την φυγή να ξαναπιάσεις, δεν τόλμησες ποτέ!
Δεν άντεχες την δική μου αλήθεια!
Και δεν στην είπα ποτέ!
Δεν μιλώ σε κουφά αυτιά, σε τοίχους γκρεμισμένους.
Σταμάτησα να μιλάω τώρα πια, γιατί οι σιωπές μου ουρλιάζουν.
Σταμάτησα να νοιώθω κι όταν δεν νοιώθω, τρομάζω.
Μόνος σου διάλεξες τον δρόμο σου.
Αυτόν που θα είναι μακριά μου.
Δεν μπόρεσες να νοιώσεις το πόσο σ’ αγάπησα, πόσο σε πόνεσα.
Δεν μπόρεσες να καταλάβεις ούτε ένα ψίχουλο απ’ την αγάπη μου.
Επέλεξες να χαθείς απ’ τον δρόμο μου, επέλεξες να φύγεις μακριά μου.
Όμως μετά από τόση αγάπη, πώς μπόρεσες;
Πώς μπόρεσες να πλεύσεις σ’ άλλο μονοπάτι, σ’ άλλη αγκαλιά;
Πώς μπόρεσες να σηκώσεις ένα φορτίο δυσβάσταχτο;
Αλλά και πάλι θα σου πω ότι εγώ δεν θα χάσω όσα εσύ.
Γιατί δεν μ’ αγάπησες ποτέ.
Γιατί δεν με νοιάστηκες ποτέ.
Και γι’ αυτό εγώ δεν έχασα.
Επέλεξες να χαθείς, δεν σε έχασα.