Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Μάλλον φταίω εγώ. Μάλλον φταίω εγώ και η ανάγκη μου να μάθω, τι σκέφτεσαι όταν κοιτάς τον ορίζοντα, τόσο αμίλητος, κενός και ήσυχος. Ήθελα να μάθω τι αισθάνεσαι καθώς καπνίζεις με τις ώρες. Τι θέλεις από την ζωή σου, αυτή που μου είναι τόσο άγνωστη καθώς την έχεις τόσο καλά κρυμμένη μέσα σου. Ήθελα να ξέρω, γιατί δεν χαμογελάς, γιατί είσαι πάντα τόσο σοβαρός και έχεις πάντα αυτό το βλέμμα, που είναι δύσκολο να διώξω μακριά αλλά που ταυτόχρονα θέλω να βυθιστώ μέσα του.
Ήθελα να μάθω, καθώς έβλεπα τα σκοτάδια σου και προσπαθούσα να εισχωρήσω τόσο αθώα και αδέξια, που δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα, δεν μπορούσα να σκεφτώ. Πόσο αφελής μπορεί να με έβλεπες, πόσο ανούσια μάχη θα σκέφτηκες. Και εγώ σαν κανένα κοριτσόπουλο που πρώτη φορά βγαίνει στον κόσμο, συνέχιζα να σου χαμογελάω και να προσπαθώ. Να ψάχνω το άρωμά σου, να θέλω να γεμίσω την ματιά μου με την παρουσία σου. Να καίγομαι να σε φιλήσω και να χαθώ στην αγκαλιά σου. Να προσπαθώ να καταλάβω την κάθε σου ματιά, αυτή που μου λείπει περισσότερο από όλα, γιατί επέλεξες να χαθείς, όσο και αν ήθελα να μείνεις.
Ξέρω ότι ήταν δική σου επιλογή και ελπίζω να είσαι καλά, παρ’ όλο που θα ήθελα να είμαι εγώ ο λόγος που θα είσαι χαρούμενος. Θα ήθελα να είμαι εγώ το κομμάτι που σου έλειπε τόσο καιρό και αυτό που έψαχνες. Θα ήθελα να είχες κάνει άλλη επιλογή και ας χανόμουν στα σκοτάδια σου.