Γράφει η Ράνια Σταθάκη
Σου μιλούσα. Σου φώναζα, σχεδόν. Σου ‘λεγα πόσο εξοντώνονται οι αγάπες όταν τις αφήνεις να σέρνονται, να μένουν μισές, να πνίγονται στη συνήθεια. Πόσο εύκολο είναι να τις δεις να σβήνουν, όχι από έλλειψη συναισθήματος, αλλά από έλλειψη κόπου. Μα εσύ; Εσύ δεν με άκουγες.
Κάθε “δεν πειράζει” που έλεγες έπνιγε λίγο ακόμα το “μαζί” μας. Κάθε στιγμή που έκανες πίσω, που δεν πολέμησες για εμάς, μας έκανε πιο ξένους. Σε προειδοποίησα, δεν μπορώ να πω πως δεν το έκανα. Οι αγάπες δεν πεθαίνουν ξαφνικά. Πεθαίνουν λίγο-λίγο. Από τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, από τις πράξεις που δεν έγιναν. Πεθαίνουν από την αδιαφορία που ντύνεται άνεση.
Και εγώ; Εγώ κουράστηκα να δίνω. Να τρέχω πίσω από κάτι που μόνο εγώ κρατούσα ζωντανό. Σου είπα πως η αγάπη δεν είναι δεδομένη. Πως θέλει κόπο, θέλει πάθος, θέλει να μάχεσαι κάθε μέρα για να την κρατήσεις δυνατή. Σου το είπα, μα προτίμησες να κάνεις πως δεν άκουσες.
Οι αγάπες εξοντώνονται όταν τις αφήνεις να λιμοκτονούν. Όταν νομίζεις πως πάντα θα είναι εκεί, ακόμα κι αν δεν τις προσέξεις. Όταν ξεχνάς πως η φωτιά θέλει καύσιμο για να συνεχίσει να καίει.
Κι έτσι, εδώ είμαστε. Εσύ αδιάφορος. Εγώ εξαντλημένη. Κι εκείνη η αγάπη που κάποτε φαινόταν ανίκητη, τώρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σκιά.
Σου ‘λεγα πόσο εξοντώνονται οι αγάπες. Μα δεν με άκουγες. Και τώρα; Τώρα δεν ξέρω αν έχει μείνει κάτι να σώσουμε.