Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Προσπάθησα, προσπάθησα πολύ να μπω μέσα σου, μα ξέρεις τι είδα;
Είδα στα μάτια σου εκείνο το φευγιό που κάνουν τα πουλιά καθώς φεύγουν σαν ο καιρός αλλάζει, γρήγορο, απόλυτο, χωρίς την ελπίδα του γυρισμού, φοβισμένο μην σε βρει πάνω στην μπόρα του έρωτα. Έφευγες, έφευγες κυνηγημένος από την ένταση πριν την καταιγίδα μην τύχει και πονέσεις από τις σταγόνες που πέφτουν πάνω στο κορμί, μην τύχει και νιώσεις, να νιώσεις κάτι από εκείνο που νιώθουν τα πλάσματα ετούτου του πλανήτη, μα χάνεις τον πόθο, το πολύ, εκείνο το πολύ που είχα μέσα μου να σου δώσω, να σου δώσω με όλο μου το είναι σαν να μην είχα ξαναδώσει ποτέ τίποτα σε κανέναν, σε κανέναν που τόλμησε να με ακουμπήσει δίχως αποτέλεσμα, δίχως μια κραυγή αγωνίας μη και δεν αισθανθώ, μη και δεν αισθανθώ την απόλυτη ηδονή.
Έφευγες από εκείνο το πολύ, εκείνο το πολύ που είχες μέσα σου βαθιά κρυμμένο μην τύχει και δραπετεύσει, μα φοβόσουν σαν διάολος μη και μπει μέσα σου το σαράκι εκείνο του έρωτα και αρχίζει να σε τρώει λέει. Έτσι λέει…
Έφευγες στερώντας μου εκείνο το πολύ που ήθελα, που ήθελα πολύ.
Πολύ!