Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Εκείνος αλκοολικός, ανερχόμενος συγγραφέας. Λίγο πριν τα τριάντα. Ολόκληρος μια ευτυχής δυνατότητα. Μπορούσες να διακρίνεις στο βάθος των καταπράσινων ματιών του, τη σαρωτική του επιθυμία να κάνει τ’όνειρό του πραγματικότητα! Ονειρευόταν πολύ.. Παρά ταύτα, κάποια όνειρα μένουν θλιβερά ανεκπλήρωτα.
Εκείνη λίγο πάνω από τα σαράντα. Με θεόσταλτο ταλέντο στη ζωγραφική. Ακόμη να το καταλάβει.. Σπατάλησε τα καλύτερά της χρόνια ζώντας ασπρόμαυρα. Ταλαντευόταν ανάμεσα σε δανεικές τρυφερότητες. Χωρισμένη με μια κόρη στην εφηβεία. Την αγαπούσε πολύ την κόρη της.
Εκείνος.. κι εκείνο το μεθυσμένο ζεϊμπέκικο και η στιγμή που έστρεψε το χέρι του δείχνοντας προς το μέρος της. Σαν να σήκωνε ολόκληρο το βάρος της παραδοχής του Έρωτά του, με κείνη του τη κίνηση.
Εκείνη.. κι εκείνη η δήθεν τυχαία, σκηνοθετημένη από τη μοίρα καλοκαιρινή νύχτα του Αυγούστου. Τόσες ώρες μόνοι τους. Οι δυο τους μέσα σ’ένα αυτοκίνητο. Κάτω από τα χνώτα ενός υπέροχου φεγγαριού! Κάνοντας στάσεις ενδιάμεσα. Για ξεκούραση, για φαγητό, για τσιγάρο, για Έρωτα!
Εκείνος από τη μια τακτοποιούσε τα δεκάδες CDs, με ξένη μουσική, στο αυτοκίνητό της και κάθε που έβρισκε αφορμή έρχονταν σε απόσταση αναπνοής και μεθούσε από τη μυρωδιά των μαλλιών της. Χανόταν μέσα τους. Παρέλυε όλο του το σώμα.
Εκείνη σταμάτησε απότομα στη μέση του δρόμου, πήρε το χέρι της από το τιμόνι και τον τράβηξε πάνω της. Έχετε ακούσει για το Bing Bang φαντάζομαι.. Αυτό! Κι οι ανάσες τους. Τίποτε άλλο..
Εκείνος είναι ακόμη ερωτευμένος μαζί της! Ίσως κάτι παραπάνω..
Εκείνη ήθελε να χωρίσουν. Νόμιζε του έκανε κακό. Τον κρατούσε “πίσω”..
Εκείνος φίλησε τα δυο του δάχτυλα κι έπειτα εναπόθεσε το ύστερό του αυτό φιλί πάνω στα μαβιά χείλη της. Πάγωσαν όλοι οι πόροι του δέρματός του. Σαν να μην ήθελε τίποτε άλλο από εκεί κι έπειτα.
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της προς στιγμήν και μόλις τα άνοιξε πάλι κύλησαν δάκρυα, ποτάμι τα δάκρυα. Ξεπλύθηκε η ντροπή της. Οι ενοχές της καταλάγιασαν.
Εκείνος έκανε κίνηση να φύγει δεξιά.
Εκείνη τον κοιτούσε ανήμπορη, ν’απομακρύνεται. Ώσπου τελικά χάθηκε ανάμεσα στο ξένο πλήθος των κιτρινισμένων πολυκατοικιών. Τον κατάπιε η πόλη.. Αυτή η άμορφη μάζα από κτήρια κι αυτοκίνητα.
Εκείνος κι εκείνη!
Μαζί, χωριστά.
Ένας έρωτας που δεν τον σήκωσε το φως της ημέρας. Δεν το σήκωσε το μεγαλείο του!
Ένας έρωτας που δεν θα τελειώσει ποτέ. Αυτή είναι η μοίρα του. Αυτή χρεώθηκαν ως ποινή. Την αποδέχτηκαν όμως και οι δύο. Μάλλον συμβιβάστηκαν..
Έρμαια της νύχτας πλέον. Καταδικασμένοι ν’ανήκουν σιωπηλά ο ένας στον άλλο..
Εκείνος κι εκείνη!
Τόσο διαφορετικοί από το συνονθύλευμα.
Αναποδογύρισαν για λίγο ετούτο το ασυνάρτητο σύμπαν.
Αν τους συναντήσατε τη νύχτα, μην τους διακόψετε.
Καμώνουν έναν καλύτερο κόσμο.
Τους αξίζει, δε νομίζετε;