Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Ξέρεις, δεν μου λείπεις πια.
Συνήθισα να οσμίζομαι την απουσία χωρίς να με χαρακώνει ο πόνος.
Γιατί αγάπησα με πάθος εκείνο το κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τα βήματά της μπροστά στην θάλασσα.
Εκείνο που αγνοεί τους κινδύνους και παλεύει με τα κύματα.
Εκείνο που έμαθε τις αξίες και έδωσε αξία στον εαυτό της.
Εκείνο που όταν αγαπά σκορπίζεται, γιατί αγαπάει μοναδικά.
Μπόρεσα να διασχίσω τα βήματά της, μπόρεσα να αντέξω την αγάπη της.
Μα εκείνο που δεν μπόρεσα ποτέ είναι να μετατρέψω τα μελαγχολικά της μάτια σε χαμόγελο.
Γιατί εκείνη ήξερε ότι ο πραγματικός άνθρωπος είναι ο βυθός του κι όχι η εξωτερική του εμφάνιση.
Δεν κρύβει την ανάγκη της, ποθεί και το δείχνει σαν αγρίμι.
Και πολλές φορές σκαρφαλώνει και πέφτει χωρίς να ξέρει πού.
Και ξέρει ότι η αγάπη απαιτεί δύναμη και πάθος, γιατί πρέπει να είσαι τολμηρός και δυνατός για να αγαπήσεις.
Είχε χάσει την δύναμη της, γιατί είχε ξεχάσει την αξία της.
Τώρα ξαναράβει τον ουρανό της.
Ντύνει τα όνειρά της άσπρα, τα ντύνει κόκκινα και ξαναρχίζει από την αρχή.
Κι ανοίγει της ψυχής το παραθύρι και πετάει όλη την ομορφιά που συνάντησε.
Γιατί φτάνει που δεν έχασε την ελπίδα του ονείρου της!