Γράφει η Λιάνα
Τα όχι που δεν είπα, με ακολουθούν παντού. Μου βάζουν εμπόδια, μπλοκάρουν τις σκέψεις μου και καθορίζουν πράξεις και αποφάσεις.
Για όσες φορές υποχώρησα, για όσες φορές δεν ύψωσα το ανάστημα μου, τόσες κι άλλες τόσες, πληρώνω ακριβό τίμημα, το να μην μπορώ να εμπιστευτώ πια.
Γιατί άδειασα, στέγνωσα από ψυχή. Γιατί επέμενα να ονειροβατώ, να πιστεύω πως οφείλω να είμαι η καλή, με τον πιο ανόητο τρόπο. Με το να δίνω ασταμάτητα, συνεχόμενα τα πάντα, όσα αποθέματα προσφοράς μπορεί να έχει κάποιος, περιμένοντας, αναρωτιέμαι το γιατί πλέον, όχι ευχαριστώ, αλλά μια μικρούλα αναγνώριση.
Θέλω – το ορκίζομαι – έχω ανάγκη, να ξανανιώσω. Θέλω να γυρίσω σ’ αυτό που ήμουν. Στον αυθορμητισμό, στην ελευθερία. Θέλω να με αγγίζουν οι λέξεις, οι άνθρωποι. Θέλω να σκοτώσω την καχυποψία, που μου δηλητηρίασε κάθε συναίσθημα. Μα δε βρίσκω τα βήματα. Δε βρίσκω εμένα. Δε με γνωρίζω πια.
Κι εκεί, κάπου πίσω στα χρόνια που πέρασαν, ανακαλύπτω τα λάθη μου. Και το κενό που άφησαν. Ένα κενό που πλέον με πονάει. Με ενοχλεί. Με εξοργίζει.
Είναι σκληρή η αλήθεια, μα δε θυμάμαι πια την τελευταία φορά που γέλασα, με κείνον τον τρόπο, που το γέλιο γίνεται λύτρωση. Δε θυμάμαι την τελευταία φορά, που με πλησίασε κάποιος, χωρίς να φοβάμαι πως κάτι θα κλέψει κι αυτός, πως κάπως θα με πληγώσει.
Νιώθω πως δίνω τον προσωπικό, τελικό μου αγώνα. Με μένα, με το χρόνο. Μια πάλη, με όσα σημάδεψαν το σήμερα. Μια μάχη με σκιές και ευκολοειπωμένα ναι, που βόλεψαν πολλούς και κούρασαν το μυαλό και την καρδιά μου.
Και μέσα στη μοναξιά μου, που έχει γίνει ο αόρατος προστάτης μου, ψάχνω καθημερινά δύναμη, να βρω μια ελπίδα και να γαντζωθώ πάνω της. Να αγαπήσω τη ζωή με το ίδιο πάθος, να δω την ομορφιά της.
Είμαι ακόμα στην αρχή. Και ξέρω, πως θα παλέψω σκληρά, με όσο κουράγιο μου έχει μείνει. Ήταν τόσο ωραία, το θυμάμαι, να ξυπνάς το πρωί, χωρίς να έχεις ένα βάρος στο στήθος. Χωρίς να χρειάζεται να φοράς μια μάσκα για να αντιμετωπίσεις τη μέρα. Ειλικρινά, μου λείπω…