Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Οι άνθρωποι τελικά, όλοι ανεξαιρέτως, πάντα θα χτυπούν, γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να αφήσουν τον πόνο τους στην άκρη να ανασάνει.
Ίσως γιατί η ανασφάλεια κι ο φόβος μας κατακτά τόσο ενδόμυχα, που είναι δύσκολο κι εμείς οι ίδιοι να τα ανιχνεύσουμε.
Τι φοβάσαι, μην με χάσεις;
Μα αν φοβάσαι να με χάσεις, στην πραγματικότητα δεν μ’έχεις δει καθαρά.
Δεν έχεις νιώσει την αγάπη μου κι είναι τόσο δύσκολο να στο υπενθυμίζω συνέχεια και επαναλαμβανόμενα.
Δεν αγαπάω εύκολα και τυχαία, πρέπει να το αξίζεις πραγματικά για να σου δώσω ένα κομμάτι απ’την ψυχή μου.
Γιατί τα κομμάτια μου καταθέτω πάντα.
Κι όταν αγαπώ, έχω βγάλει την πανοπλία που φοράω για τους άλλους, την πετάω, αλλά τότε είναι εύκολο να με πληγώσεις.
Και συνήθως πληγωνόμαστε απ’τους οικείους, απ’αυτούς που αγαπάμε και πονάμε περισσότερο.
Κι όταν βγάζω την ρουφιάνα την πανοπλία μου, έχω πολύ περισσότερο ανάγκη την αγάπη σου.
Γιατί εγώ δεν σε θέλω όπως είσαι, σε θέλω όπως δεν είσαι· όπως δεν είσαι με κανέναν άλλον.
Γιατί μαζί μου είσαι κάτι άλλο απ’αυτό που είσαι. Είσαι αυτός που θέλεις να είσαι.
Είσαι αυτό που ονειρεύεσαι, είσαι αυτό που ελπίζεις, είσαι ελεύθερος να πιστεύεις ό,τι θέλεις.
Είσαι αυτό που θέλεις κι όχι αυτό που είσαι.
Γιατί τα μάτια μου αντικρίζουν κι αγαπούν αυτό που θά’θελες να είσαι.