Εγώ δεν σου ζήτησα τίποτα κι όμως, εσύ, μου πήρες τα πάντα
Γράφει η Luna Punk.
”Δεν σου ζήτησα ποτέ μου τίποτα..κι όμως,εσύ κατάφερες και μου πήρες τα πάντα.”
Ποτέ δεν θα διάλεγα κάποιον που να μην άντεχα να χάσω…κι όμως, μ’εκείνον δεν είχα άλλη επιλογή.
Ήταν το βλέμμα του που ξύπνησε κάτι μέσα μου, κάτι άγριο και μαγικό,κάτι που δεν ήξερα κάν ότι υπήρχε.
Ήταν εκείνη η πρώτη φορά που με κοίταξε μ’αυτό το βλέμμα κι εγώ το ένιωσα στο πετσί μου αυτό το κοίταγμα.
Και ταράχτηκα…προσπάθησα να κρυφτώ…μα το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω μου και μ’ακολουθούσε σαν αγρίμι μες τη νύχτα.
Παραδόθηκα.
Μέσα σε μιά στιγμή αφέθηκα στα χέρια του.Μέσα σε μιά στιγμή γίναμε ένα.Κι από τότε ήξερα.Αυτός ο άνθρωπος θα’ναι η σωτηρία μου και η καταστροφή μου.
Είναι άξιο ν’απορείς…πως μπορεί ένας άνθρωπος ο οποίος γεμίζει την ψυχή σου την ίδια στιγμή να μπορεί και να την σακατεύει…Κι όμως.Μπορεί. Κι αυτό έγινε. Η ψυχή μου σακατεύτηκε.
Όχι απ’αυτόν…ΟΧΙ.
Απ’το πολύ χωρίς αυτόν.Από την απουσία του.Από τις προσδοκιές.Απ’τα σπασμένα όνειρα.Από τις ξεχασμένες αναμνήσεις.Από την έλλειψη της μυρωδιάς του.Από την αέναη αναζήτηση κάποιου σαν κι αυτόν.Από τις μαγικές στιγμές.Αλλά όχι απ’αυτόν.
Και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και ‘γώ μπερδεύτηκα.. Χάθηκα κάπου μές το χρόνο…κι έμεινα εκεί.
Να τον περιμένω να γυρίσει. Και μετρούσα τα φεγγάρια. Κι εκείνος δεν έλεγε να έρθει. Και κάθε φορά που άδειαζε το φεγγάρι, άδειαζα και ‘γώ. Ώσπου δεν έμεινε τίποτα πιά μέσα μου.
Κενό.
Και το κενό, λένε, υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.
Γι’αυτό και’γώ έπεσα.Όσο πιό βαθιά μπορούσα,βυθίστηκα στο απόλυτο σκοτάδι.
Και τότε…μια λάμψη εμφανίστηκε από το πουθενά. Ήταν αυτός.
Γύρισε γι’αλλη μιά φορά να με σκοτώσει. Να σκοτώσει ότι όμορφο απέμεινε απ’την σακατεμένη μου ψυχή.
Δεν είχα άλλο κουράγιο να παλέψω,δεν είχα δύναμη να μείνω μακρυά του,δεν ήθελα άλλο πιά να ζώ και ν’αναπνέω χωρίς αυτόν…κι ο αέρας μου τελείωνε…και’γώ παραδινόμουν στα χέρια του…
Αφέθηκα.
Το μόνο που αναζητούσα πιά,ήταν μιά αγκαλιά για να πεθάνω.
Την δική του αγκαλιά.
Κι έτσι κι έγινε.
LoveLetters