Εγώ έμεινα πιστός συγκάτοικος της θλίψης μου
Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Τις τελευταίες ημέρες,κάθε βράδυ όταν ξαπλώνω,η ιδια εικόνα στο μυαλό μου…
Μια πόρτα ντυμένη απο τζάμι σαν εκείνες των πολυκατοικιών,που μόλις πας,βλέπεις εσένα.
Στέκεις γυαλίζεσαι,και μετά πατάς το κουδούνι.
Εγώ κάθε βράδυ με βλέπω να στέκομαι σιωπηλός έξω από την πόρτα,ανέκφραστος και από τα μάτια μου να τρέχει η θλίψη.
Πίστευα πως ήταν η στεναχώρια, που καμάρωνε ότι με είχε βάλει κάτω απο την φούστα της,και κάθε φορά που πήγαινα να ξεγλιστρήσω,με σκέπαζε μην δραπετεύσω.
Έκανα λάθος όμως,εκείνες που με στοίχειωναν ήταν οι αναμνήσεις,οτι είχα ζήσει,γι’ αυτό και στην πόρτα δεν έβλεπα εμένα,έβλεπα όλα όσα είχα βιώσει.
Μπρος μου η πόρτα της ζωής που πέρασε,μέσα μου οι αναμνήσεις να με βουλιάζουν,κι εγώ,ανέκφραστος στον ποταμό της θλίψης μου,τόσοι να περνούν και να μην ακούω τίποτα,ούτε το βάδισμα τους.
Τόσο με ενοχλούσε ο ήχος τους.
Γυρνούσα πριν φύγω και κοιτούσα τα κουδούνια,όλα τους ήταν άσπρα και έγραφαν ονόματα που δεν θυμάμαι,εκτός από ένα,εκείνο το ένα ήταν μαύρο,και δεν έγραφε όνομα,πάντα έμενα με την απορία γιατί δεν γράφει κάτι,γιατί είναι μαύρο,ίσως να μην κατοικείται πίστευα,ίσως να μην θέλουν να ξέρουν ποιός μένει εκεί.
Περνούσε γρήγορα η ώρα κι ο ποταμός ακόπαστη θύελλα μέσα μου.
Νιώθω να με εγκαταλείπουν όλα,ακόμα κι εγώ,έμενα.
Πρέπει να φύγεις γρήγορα μου έλεγα.
Έριχνα πάλι μια ματιά στις αναμνήσεις μου πριν αποχωριστώ την ζωή που περασε,έσκυβα το κεφάλι,και ξυπνούσα στο σπίτι που κατοικούσε η θλίψη.
Κι εγώ πιστός συγκάτοικος της,να μην την αποχωρίζομαι ούτε στον ύπνο μου.
Το παιχνίδι μόλις είχε σιωπήσει..