Γράφει η Λέλα Σακήλια
Είναι που ποτέ σου δεν κατάλαβες. Όσο κι αν πάλευες να με στριμώξεις σε ταμπέλες, να με πεις “φίλη,” “περαστική,” “λάθος στιγμή” ή “σχεδόν σωστή,” πάντα σου ξέφευγα. Γιατί εμείς δεν χωράμε σε καμία λέξη. Εμείς είμαστε εκείνο το ανεξήγητο που καίει στα σωθικά, το ανείπωτο που ξεσκίζει το λαιμό και μένει βουβό, γιατί αν το πεις, τελειώνει.
Με φοβήθηκες. Το ξέρω. Σε τρόμαξα, γιατί δεν μπορούσες να με κρατήσεις. Δεν ήμουν το «κάτι» που μπορούσες να ορίσεις, να βάλεις σε κουτάκι, να έχεις για να το δείχνεις στους άλλους. Ήμουν το “μου” σου. Το κάτι που έλιωνε στο βλέμμα σου, που έσπαγε τους κανόνες, που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν τελικά μπορείς να το ζήσεις.
Και ναι, το ένιωθες. Στην ανάσα σου, στο αίμα σου, σε κάθε γαμημένο κύτταρο του κορμιού σου. Όταν γελούσα και σου κοβόταν η φωνή. Όταν μ’ έβλεπες να φεύγω κι η καρδιά σου χτυπούσε σαν να ‘θελε να με φωνάξει πίσω. Αλλά δεν το έκανες. Δεν είχες τα κότσια. Γιατί το “μου” είναι τολμηρό, ατίθασο, δεν το βάζεις στο χέρι, και, γαμώτο, αυτό σε έτρωγε.
Κι εγώ; Εγώ δεν ζητούσα τίποτα. Δεν ήθελα να με πεις δική σου. Δεν ήθελα να γίνω κάτι που να χωράει σε μία πρόταση. Ήθελα μόνο να είμαι εκείνη η ανάσα που παίρνεις όταν όλα καταρρέουν. Να είμαι ο λόγος που γυρνάς πλευρό το βράδυ και το μυαλό σου αρνείται να σωπάσει.
Το ξέρουμε και οι δύο. Δεν θα είμαστε ποτέ “μαζί.” Δεν το θέλουμε, δεν το αντέχουμε. Είμαστε κάτι πιο μεγάλο από αυτό. Είμαστε το ανεξήγητο, το αδάμαστο, το ανείπωτο. Ένα “μου” που σε κάνει να θέλεις να καταστραφείς μόνο και μόνο για να το νιώσεις ξανά.
Κι όσο κι αν το αρνείσαι, είμαι εκεί. Στο βλέμμα σου, στη σιωπή σου, στο κενό που γεμίζει το δωμάτιο όταν λείπω. Στις στιγμές που μ’αναζητάς όταν λείπω.. Είμαι αυτό που πάντα θα ψάχνεις και ποτέ δεν θα βρεις ξανά.