Γράφει η Ελπίδα Τάσσιου
Υπάρχουν βράδια που νομίζω πως χάνω τα λογικά μου. Κι όχι επειδή σε έχω χάσει. Άλλωστε, πότε πραγματικά σε είχα; Μάλλον ποτέ. Αλλά κάτι τέτοιες ώρες, όπως απόψε, το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Φέρνω μπροστά μου κάθε λέξη σου, κάθε βλέμμα σου και σκέφτομαι: “Δεν μπορεί. Δεν γίνεται, ρε γαμώτο.”
Ανάμεσα σε εκείνα τα απομεινάρια του “κάποτε” και στο τώρα – στο απόλυτο τίποτα που μας ενώνει – υπάρχει ένα “κάτι”. Ένα παράξενο “κάτι” που δεν μπορώ ούτε με τη λογική ούτε με το συναίσθημα να ερμηνεύσω. Σαν να αιωρείται ανάμεσά μας και να με στοιχειώνει κάθε φορά που νομίζω πως σε ξεπέρασα.
Είναι αυτό το “κάτι” που δεν το είπες ποτέ με λόγια, μα εγώ το άκουσα. Το διάβασα στα μάτια σου, το έπιασα ανάμεσα στις αμήχανες σιωπές και στα χαμόγελά σου που δεν έφτασαν ποτέ στα μάτια. Το ένιωσα στις στιγμές που με κοίταζες χωρίς να πεις τίποτα, αλλά εγώ καταλάβαινα τα πάντα.
Κι είναι το ίδιο “κάτι” που με γκρεμίζει κάθε φορά. Με κάνει να μπλέκομαι σε αγκαλιές που δεν με γεμίζουν, μόνο και μόνο για να ξεχάσω τη δική σου που δεν ήρθε ποτέ. Μπαίνω σε ξένα σεντόνια, παλεύοντας να πείσω τον εαυτό μου ότι σε ξεπέρασα. Αλλά κι εκεί, μέσα στη ζέστη ενός ξένου κορμιού, σε νιώθω ακόμα πιο έντονα.
Κι εκεί που νομίζω πως έχω ξεφύγει, πως σε έχω θάψει κάπου βαθιά και ασφαλή, έρχεσαι ξανά και με τινάζεις στον αέρα. Ξανά και ξανά. Με μια λέξη, με ένα μήνυμα που δεν περίμενα. Ένα “τυχαίο” πέρασμα που κόβει την ανάσα μου και με κάνει να αναρωτιέμαι αν θα πάψω ποτέ να περιμένω κάτι από σένα.
Κι όμως, ξέρω τι θα συμβεί. Ξέρω ότι ακόμα κι αν μου δώσεις κάτι απόψε, αύριο θα μου το πάρεις πίσω διπλά. Κι εγώ; Θα τα περιμένω όλα με την ίδια λαχτάρα. Γιατί το “κάτι” σου με τραβάει σαν μαγνήτης, κι ας με καίει κάθε φορά που πλησιάζω.
Αν με ρωτούσες ποτέ το γιατί, θα σου έλεγα μόνο το πιο απλό και ακατέργαστο:
“Γιατί είσαι εσύ.”
Και γιατί εγώ είμαι εγώ, μόνο όταν είμαι μαζί σου.