Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Μαμά, παλεύω ώρες ώρες να σε πετάξω από πάνω μου και πολλές φορές τα καταφέρνω, μα άλλες φορές μου είναι αδύνατο γαμώτο.
Κάνω αγώνα μαμά να βγάλω από την ψυχή μου τα βαρίδια, που άθελά σου μου άφησες.
Προσπαθώ πάρα πολύ για να μπορέσω να εκφράσω τα συναισθήματα μου, χωρίς να νιώθω ενοχές πως είναι αδυναμία το συναίσθημα.
Να πω τι νιώθω, είτε καλό είτε κακό, χωρίς να αισθάνομαι πως κάτι κάνω λάθος.
Να ανοίξω τα χέρια μου και να αγκαλιάσω, αφήνοντας πίσω μου, τα από άμυνα, χέρια ερμητικά κλειστά δικά σου.
Να πω το “σ΄αγαπάω” με λέξη ξεκάθαρη κι ατόφια, κι όχι με ένα πιάτο φαγητό, με σπίτι συμμαζεμένο ή με πλυμένα ρούχα, που ήταν το δικό σου “σ΄αγαπάω…”
Είμαι κατάκοπος σου λέω μαμά απ’ τις πολλές σιωπές μου, τα αμέτρητά μου πρέπει, και τα δειλιάσματά μου.
Πονάνε αφόρητα οι γαμημένες λέξεις μου, που τόσο θέλουνε να βγούνε, κι όλο τις σταματάει το “μη μιλάς” σου.
Έχω ντροπή μανούλα μου κάθε φορά που δεν μπορώ, κι εγώ ακούω συνέχεια την φωνή σου, να λέει, “μην πεις ποτέ πως δεν μπορείς, κι αδύναμος δηλώσεις, και τι θα πει ο κόσμος”.
Κι όλα ετούτα ρε μαμά, προς Θεού, δεν πάει να πει πως δε σε αγαπάω, πως σου κρατάω κακία, πως σε μισώ θανάσιμα. Ούτε πως προσπαθώ για να σε συγχωρέσω.
Γιατί το ξέρω πως ούτε κι εσένα σου ήτανε εύκολο κι απλό να πνίγεις τα όσα νιώθεις.
Ξέρω πάρα πολύ καλά ότι κι εσύ άλλα θα ήθελες να κάνεις, ότι ένιωθες κι εσύ πάρα πολύ, μα δεν το μπορούσες να αφεθείς στο τέλος.
Ξέρω, ότι κακή ψυχή δεν είχες μέσα σου ποτέ.
Ψυχή από την δική σου την μαμά είχες κι εσύ, το ίδιο με εμένα φιμωμένη….
