Γράφει η Αστέρω
Μια στιγμή κι όλα άλλαξαν. Δυο λέξεις, κι ο κόσμος μου γύρισε τούμπα. Από το πουθενά και το καθόλου στο παντού και στα όλα. Από το μαύρο και το σκοτεινό στο χρώμα και στο φως.
Σε εκείνο το φως που καμιά σκιά δεν μπορεί να το κρύψει. Γιατί όσα σκοτάδια κι αν έχουμε μπορεί να τα κάνει διάφανα με μια ματιά. Σε κείνο το φως που έχει ελπίδα. Πάθος, πόθο, καύλα κι αγκαλιές. Συζητήσεις, καυγάδες, μονιάσματα, γέλια και κλάματα.
Για όσα χάσαμε, για όσα ζήσαμε και για ό,τι μπορούμε να είμαστε. Για το μαζί και για το χώρια. Για το χθες, το τώρα, το αύριο και το πάντα. Για τα συναισθήματα, τη λογική, την τρέλα, το μαζί.
Κι αν οι φόβοι κάνουν πάρτι θα τους κερνάμε σφηνάκια μέχρι να γίνουν ντίρλα και να εξαφανιστούν. Γιατί οι πληγές μπορεί να έχουν ριζώσει στις καρδιές μας, αλλά εκείνες χτυπάνε δυνατά έτσι κι αλλιώς. Μόνες τους η κάθε μία, μα τόσο συγχρονισμένα ακόμα κι από μακριά.
Κι αν φοβάσαι, το καταλαβαίνω. Κι αν τρέμω το ξέρεις. Χωρίς λόγια. Έτσι απλά επειδή οι ενέργειες αποφάσισαν να συγχρονιστούν. Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο έχεις καταφέρει να δεις όσα δεν μπόρεσε κανείς, χωρίς να ξέρω πώς τα βλέπεις. Κι αυτό είναι μοναδικό από μόνο του. Άξιο λόγου και θαυμασμού.
Και δεν έχει καμία σημασία αν αυτή η ενέργεια γίνει έρωτας, αγάπη, ζωή. Αυτό που έχει σημασία είναι πως μου θύμησες ότι είμαι ζωντανή. Πως μπορώ να ζήσω κι όχι μόνο να επιβιώνω. Πως μου αξίζει μια σφιχτή αγκαλιά κι ένα φιλί ζωής χωρίς παρακάλια.
Μια στιγμή και όλα άλλαξαν. Και ξύπνησα απ’ τον λήθαργο. Βγήκα απ’ το τέλμα. Δυο λέξεις που γίνανε σχεδία για ταξίδια σε έναν νέο κόσμο χωρίς μάσκες. Χωρίς ρόλους και υποβολείς. Με τιμόνι το νοιάξιμο και πυξίδα το μαζί. Χωρίς πρέπει, αλλά με θέλω. Χωρίς όρους, αλλά με ορμή. Όποτε…