Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Όλοι σου λένε πως η αγάπη θέλει αντοχή. Πως, αν αγαπάς, δεν σηκώνεσαι να φύγεις με το πρώτο κύμα. Πως οι άνθρωποι που αξίζουν είναι αυτοί που μένουν και παλεύουν. Κανείς δεν σου λέει όμως πόσο εύκολα η θάλασσα που σε κράτησε ζωντανό γίνεται η ίδια που θα σε καταπιεί. Κανείς δεν παραδέχεται πως το πιο δύσκολο δεν είναι να αντέχεις – είναι να αναγνωρίσεις πότε τελείωσε.
Στην αρχή όλα μοιάζουν γαλήνη. Ο ήλιος ζεσταίνει το νερό, η αγκαλιά μοιάζει ασφαλής, κι εσύ πιστεύεις ότι βρήκες λιμάνι. Μα όσο περνάει ο καιρός, νιώθεις πως κάτι αλλάζει. Τα κύματα μεγαλώνουν, το νερό γίνεται πιο βαρύ, και η ανάσα σου αρχίζει να λιγοστεύει. Κι όμως, δεν φεύγεις. Γιατί η φωνή στο κεφάλι σου ψιθυρίζει ότι αυτό είναι η αγάπη: να μένεις. Να συγχωρείς. Να πνίγεσαι σιγά-σιγά για να μη φανεί πως λιγοψύχησες.
Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Η αλήθεια είναι πως δεν φτάνει να ξέρεις να κολυμπάς. Πρέπει να μάθεις και πότε να γυρίζεις την πλάτη στο κύμα. Πρέπει να μάθεις να σώζεις τον εαυτό σου όταν δεν υπάρχει πια τίποτα να σώσεις. Γιατί τι αξία έχει μια σχέση που σε κάνει να ξεχνάς ποιος ήσουν πριν αρχίσεις να παλεύεις να επιπλεύσεις;
Μάθε το καλά, η γενναιότητα δεν είναι να μένεις μέχρι να σε ρουφήξει ο βυθός. Είναι να αναγνωρίζεις πότε ήρθε η ώρα να βγεις στην ακτή, παγωμένος, λαχανιασμένος, αλλά ζωντανός. Είναι να πεις «ως εδώ», όχι επειδή δεν αγάπησες, αλλά επειδή κάποτε πρέπει να αγαπήσεις πιο πολύ τον εαυτό σου από το ναυάγιο που έγινες μαζί του.
Ναι, θα σε πουν εγωιστή. Θα σε πουν δειλό. Μα οι ίδιοι άνθρωποι που σε κατηγορούν είναι αυτοί που δεν είχαν ποτέ το θάρρος να φύγουν από τα δικά τους βαλτωμένα νερά. Κι αν περιμένεις να σε καταλάβουν, θα μείνεις για πάντα εκεί, θεατής στην ίδια παράσταση που παίζεται ξανά και ξανά, μέχρι να μη μείνει τίποτα από σένα.
Οπότε θυμήσου, πως το πιο σπουδαίο «σ’ αγαπώ» είναι αυτό που λες στον καθρέφτη, τη μέρα που μαζεύεις όση δύναμη σου απέμεινε και αποφασίζεις να φύγεις. Να ζήσεις. Να ξαναμάθεις να ανασαίνεις. Γιατί κανείς δεν σώθηκε ποτέ μένοντας σε θάλασσες που δεν τον χωρούσαν πια.