Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Με πλήγωσες τόσο, που ο πόνος έφτασε μέχρι το μεδούλι της ψυχής μου.
Μ’αγαπούσες είχες πει. Που έχει πάει αυτή η αγάπη;
Αλλά αυτό που δεν σου συγχωρώ είναι ότι με πρόδωσες.
Πρόδωσες την αγάπη μου μωρέ κι εγώ δεν έχω καιρό για όσους με πρόδωσαν.
Για όσους κράτησαν από νωρίς το μαχαίρι και μου το κάρφωσαν.
Δεν νιώθω τίποτα πλέον, στις φλέβες μου τρέχει νερό.
Δεν θα με ξαναβρείς ποτέ, δεν θα ξαναβρείς ποτέ το κορίτσι που αγάπησες.
Πέθαναν οι μνήμες μου σήμερα μάνα, τις κήδεψα με τα λουλούδια π’αγαπούσα.
Δεν υπάρχει κάτι να μου θυμίζει ότι υπήρξαν, δεν υπήρχε και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά.
Μαράζωσε και το γιασεμί στον αυλόγυρο. Τίποτα δεν μυρίζει πια.
Καμιά ανάμνηση δεν πλαγιάζει μαζί μου κι εκείνο το λουλούδι έμεινε χωρίς παράπονο πλέον.
Χωρίς φωνή, χωρίς χρώμα, χωρίς μνήμη.
Έφυγα ρε μαλάκα όταν μου κάρφωνες επί μέρες το μαχαίρι στην καρδιά.
Αυτήν την καρδιά που σ’αγάπησε τόσο πολύ.
Αυτήν που την κομμάτιασες και πήρες τα κομμάτια της σαν λάφυρο.
Ναι, λάφυρο, γιατί ο εγωιστής παίρνει τα λάφυρά του μετά την εκδίκηση.
Με εκδικήθηκες και σ’ευχαριστώ, γιατί τότε κατάλαβα τι “μεγάλη” ψυχή είχα δίπλα μου.
Και το παίζετε τα καλά παιδιά.
Παπάρες, αγάπη μου, παπάρες είστε.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση απ’το να αντιληφθείς κάποια στιγμή ότι έδωσες ψυχή και συναίσθημα σε άτομα που δεν άξιζαν ούτε ένα σου βλέμμα.να σου βλέμμα.
Μα δεν κατάλαβες ποτέ ότι ήσουν το λάφυρό τους;
Πλιάτσικο κάνουν, μέσα στις ψυχές, για να νιώσουν κι αυτοί ότι αγαπήθηκαν, με όποιο κόστος.
Πουλάνε όνειρα φουξ με κόκκινες κορδέλες.
Γιατί εγώ θυμάμαι όλα όσα εσύ ξέχασες.
Θυμάμαι όλες τις φορές που έκανες πως μ’αγαπάς.
Κι εσύ με άφησες, αλλά το χειρότερο είναι ότι άφησα κι εγώ τον εαυτό μου.
Γιατί δύο φορές πεθαίνεις. Μία όταν σε θάβουν και μία όταν σε ξεχνούν.