Γράφει η Ρόη Καπετάνου
Ήταν η γυναίκα που δεν έκανε φασαρία όταν πονούσε.
Που έφτιαχνε καφέ και κρατούσε το βλέμμα χαμηλά,
μα το μέσα της μιλούσε πιο δυνατά από οποιαδήποτε κραυγή.
Δεν την ένοιαζε να την καταλάβουν όλοι.
Μόνο να την νιώσουν.
Έστω ένας.
Να δει πίσω απ’ τη σιωπή της, πίσω απ’ το μισό της πρόσωπο που έπνιγε το φως.
Δεν έψαχνε ήρωες.
Έψαχνε αλήθεια.
Και καθρέφτες που να μην τη λυπούνται όταν δεν χαμογελά.
Την πλήγωσαν — κι όμως στεκόταν.
Την ξέχασαν — μα εκείνη θυμόταν.
Όχι για να πονάει,
αλλά για να θυμάται ποια είναι και πόσα άντεξε χωρίς να φωνάξει.
Αν τη συναντήσεις, να τη δεις ολόκληρη.
Όχι μόνο στο φως.
Κυρίως στο σκοτάδι. Εκεί που επιβίωσε.
Εκεί που έγινε δυνατή,
χωρίς να το πει σε κανέναν.