Γράφει η Λιάνα
Περισσότερο απ’όλα, φοβήθηκα αυτόν τον βασανιστικό θόρυβο που κάνει η σιωπή. Τις ώρες που αμέριμνα κάθομαι και ξαφνικά το μυαλό μου γεμίζει από ένα σωρό ήχους. Από κρυφές σκέψεις, θαμμένες αναμνήσεις και εικόνες που παίρνουνε σάρκα και οστά μπροστά μου. Και ξαναζώ τα ίδια και τα ίδια, σε μια μονότονη επανάληψη που με γερνάει.
Δύσκολη απόφαση η μοναξιά. Ειδικά όταν έχεις μάθει να μοιράζεσαι. Ειδικά όταν η ζωή σου ήταν γεμάτη παρουσίες. Αναγκαία όμως. Για να μπορέσεις να επαναπροσδιορίσεις τα θέλω σου, τα όρια και τις αντοχές σου.
Τελικά δεν έχω ακόμα καταλάβει, μένοντας σε αυτή την αδρανή κατάσταση, αν είμαι θαρραλέα ή δειλή. Και δεν το ψάχνω και πολύ. Μια κούραση νιώθω μόνο και μια ανακούφιση όταν μπορώ να κλειστώ στο χώρο μου, μη βλέποντας κανέναν.
Το ξέρω θέλει χρόνο η γιατρειά και αγώνα. Να μαζέψεις ότι έμεινε, να ξαναστήσεις έναν κόσμο, να αλλάξεις συνήθειες και τρόπους. Θέλει θυσίες το να καταφέρεις να επανέλθεις, όταν έχεις ανακαλύψει πως ζούσες στη ψευτιά. Και ψυχή για να κερδίσεις, αργά, αργά, τον εαυτό σου.
Αυτές τις νύχτες όμως, που όσα πέρασες τα νιώθεις στο πετσί σου, που κρίνεις δυνατά εσένα και αναρωτιέσαι άλλη μια φορά, πως μπόρεσες να είσαι τόσο αφελής, αυτές τις νύχτες, ξεχειλίζεις από θυμό. Κι ίσως τελικά, μέσω του θυμού, θα αντιδράσεις και θα διεκδικήσεις, ένα αύριο, με δικούς σου κανόνες.
Λίγο ακόμα, λοιπόν. Λίγο ακόμα μόνη, λίγο ακόμα, όχι εγώ. Για να δυναμώσω και να ξεκινήσω. Κι ας ουρλιάζουν οι τοίχοι γύρω μου κι ας έχω ένα κεντρί στο κεφάλι μου, που μου θυμίζει πόσα στερήθηκα για ανθρώπους στεγνούς και άψυχους.
Όχι, δε βρέθηκα σ’ αυτόν τον κόσμο για να ηττηθώ, ακόμα κι αν τούτη τη στιγμή, τρέμουν τα πόδια μου, σε κάθε τι νέο που συναντώ. Θα παλέψω για μένα. Θα παλέψω ΜΕ μένα…..