Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Δεν ήσουν ποτέ για τους πολλούς. Δεν ήσουν από εκείνες που ψάχνουν να γεμίσουν το κενό τους με άδειες κουβέντες και περιστασιακές αγκαλιές. Δεν ήσουν η γυναίκα που θα διάλεγαν οι επιφανειακοί, οι βιαστικοί, αυτοί που φοβούνται να μπλέξουν με κάτι αληθινό.
Είχες κάτι αλλιώτικο. Μια σιωπή που έκρυβε φλόγα. Ένα βλέμμα που έλεγε ιστορίες, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσεις. Ένα “όλο” που λίγοι μπορούσαν να αντέξουν. Δεν χωρούσες στα εύκολα, στα επιφανειακά, στα «βλέπουμε». Δεν βολευόσουν στο «ό,τι τύχει», δεν περίμενες κάποιον να έρθει να σε σώσει – ήξερες να σώζεις τον εαυτό σου.
Κι έτσι, δεν ήσουν για τους πολλούς. Ήσουν για εκείνους που ήξεραν να διαβάσουν τις λεπτομέρειες. Για εκείνους που μπορούσαν να σταθούν δίπλα σου χωρίς να σε φοβηθούν, χωρίς να θελήσουν να σε μικρύνουν για να σε χωρέσουν. Για εκείνους που είχαν το θάρρος να σε δουν όπως ακριβώς είσαι – και να μείνουν.
Κι εγώ έμεινα.
Δεν χτίσαμε κάτι πάνω σε φτηνά λόγια, αλλά σε στιγμές. Σε βλέμματα που γέμιζαν τις σιωπές, σε κουβέντες που δεν χρειάστηκε να ειπωθούν για να γίνουν κατανοητές. Δεν μετρηθήκαμε σε καλές μέρες, αλλά σε εκείνες που όλα έμοιαζαν δύσκολα – και πάλι επιλέξαμε το «μαζί». Δεν βασιστήκαμε στο εντυπωσιακό, αλλά στο αληθινό.
Γιατί, στο τέλος, αυτό έχει σημασία. Όχι να σε αποδέχονται όλοι, αλλά να σε διαλέγει κάποιος, ξανά και ξανά. Όχι να σε θαυμάζουν από μακριά, αλλά να σε αντέχει κάποιος από κοντά.
Δεν ήσουν ποτέ για τους πολλούς.
Ήσουν για μένα.
Κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά.