Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Φεύγω για μένα αυτήν την φορά.
Άλλαξα, δεν θα ξαναβρείς εκείνη που ήξερες.
Εκείνη πληγώθηκε και την σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια.
Κοιτούσες μόνο τα δικά σου θέλω, για εσένα δεν υπήρχα.
Κι απ’ όπου περισσεύω φεύγω για πάντα.
Τι άχαρη λέξη το πάντα.
Ήξερα μωρέ ότι κάποια στιγμή θα τελείωνε, απλά ήθελα να είχες τα κότσια και τα αρχίδια να το πεις ευθέως.
Γιατί μόνο αυτό μου αξίζει, η αλήθεια κατάμουτρα.
Αλλά σαν δειλός και βολεψάκιας που είσαι ούτε αυτό κάνεις.
Δεν κλείνεις τις πόρτες, τις αφήνεις ορθάνοιχτες.
Λες και μπορείς να μπαινοβγαίνεις όποτε γουστάρεις και θέλεις.
Μωρέ μου το είχες πει, αλλά σαν άνθρωπος που είμαι αγαπώ την καλή συμπεριφορά και την ευγένεια.
Αγαπώ την αλήθεια όσο και να με σκοτώνει.
Γι’ αυτό και η δική μου πόρτα κλείνει.
Δεν δέχομαι να μπαινοβγαίνεις καθώς γουστάρεις.
Πίστευα ότι η αγάπη μου θα σε ολοκλήρωνε και θα καταλάβαινες τι είμαι.
Αλλά εσύ μόνο την πάρτη σου καταλαβαίνεις κι γι’ αυτό δεν είμαι και απόλυτα σίγουρη.
Εγώ κακό παιδί δεν γίνομαι για κανέναν πούστη, για κανέναν που δεν μου αξίζει.
Κι εσύ δεν αξίζεις την ψυχή μου ρε.
Είναι δική και την καίω αν θέλω.
Αλλά έρμαιο των κορακιών δεν την αφήνω.
Τελικά εγώ, έμεινα με το παράπονο.
Γιατί έδωσα και δίνω πολλά.
Έμεινα με το παράπονο, γιατί εσύ σαν κότα που είσαι δεν ξηγήθηκες καθόλου σωστά.
Αλλά ποιος έχασε την συμπεριφορά να την βρεις εσύ;
Γι’ αυτό τέρμα τα σκωτσέζικα ντους.
Μου αξίζει αν μη τι άλλο καλύτερη συμπεριφορά και μια σχέση που να με εκτιμάει.
Δεν θα πω να μ’ αγαπάει, γιατί η αγάπη πλέον είναι δύσκολη και είδος προς εξαφάνισης.
Αλλά σαν κι εσένα δεν θα ξανά ψάξω.
Γιατί ένας δειλός βολεψάκιας ήσουνα.
Κι εγώ το χάπατο σ’ ερωτεύτηκα και έλπιζα να έχεις τις καλές σου για να μην με πληγώνεις.
Δεν θα σου πω ότι με πλήγωσες πλέον, γιατί το είχα πάρει το μάθημά μου.
Αλλά εν κατακλείδι, δεν άξιζες την δική μου ψυχή ρε!