Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Τώρα πια λέω “καλύτερα να μην σε γνώριζα ποτέ”.
Να μην μου μιλούσες ποτέ, να μην είχαμε αναπτύσσει οικειότητα και όλα θα είχαν περάσει ανώδυνα.
Τόσος πόνος για το τίποτα ρε δεν γίνεται.
Κοιτάω το χρόνο πίσω να βρω την στιγμή που όλα άρχισαν, να θυμηθώ να σε ξεχάσω, να θυμηθώ ότι δεν σε γνώρισα ποτέ.
Πόσο πόνο θα είχα γλυτώσει. Πόσα λόγια θα είχα αποτρέψει.
Όλα εκείνα τα καταραμένα που μου είπες χωρίς ντροπή, όλα όσα τα πήρες πίσω σε μια νύχτα.
Όλα όσα αρνήθηκες όταν με αρνιόσουν.
Αν δεν σε είχα γνωρίσει θα πίστευα ακόμη στους ανθρώπους.
Τώρα δεν πιστεύω τίποτα και κανέναν.
Γιατί εσύ δεν το είδες κι αν δεν το είδες εσύ δεν πρόκειται να το δει κανένας.
Ποιον να πιστέψω, πες μου ποιον;
Μετά από τόσο παραμύθι που έφαγα, πες μου ποιον;
Έχασα τον καιρό μου, έχασα τον εαυτό μου κι όλα αυτά γιατί πες μου, πες κάτι για να καταλάβω.
Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά, γιατί αντιλήφθηκα ότι δεν με αναγνωρίζω πλέον.
Δεν είμαι εγώ αυτή, δεν ήμουνα έτσι πριν σε γνωρίσω, δεν θα είμαι πια ξανά εκείνη.
Εκείνη που την ποδοπάτησες, που την πόνεσες, που την έθαψες.
Εκείνη που γελούσε με όλα ρε, εκείνη που δεν υπάρχει πια.
Και κάνω ότι ξεχνάω, αλλά είναι όλα εκεί και με καταριούνται να μην ησυχάσω.
Πίνω για να σε βγάλω από μέσα μου και φουντώνεις πιο πολύ.
Είναι μέρες που είμαι ήρεμη, αλλά είναι μέρες που λυσσομανάω.
Λυσσομανάω κι εύχομαι να μην σε γνώριζα ποτέ.
Δεν άξιζες για την ψυχή μου ρε, δεν άξιζες.
Δεν άξιζες για τίποτα απ’όλα όσα σου έδωσα.
Δεν άξιζα το ψέμα σου. Δεν άξιζες την αλήθεια μου.