Γράφει η Έλενα Δημάκη
Γυρνάς.
Πάντα γυρνάς.
Όχι σε μένα, αλλά μέσα μου.
Σε ανύποπτες στιγμές, τότε που η μέρα μοιάζει ήρεμη, η ζωή κανονική, και η σκέψη μου δεν σε περιμένει. Τότε διαλέγεις να εμφανιστείς. Σαν ψίθυρος ανάμεσα στις σιωπές μου, σαν σκιά σε μια μνήμη που έλεγα πως θάφτηκε. Και όμως, εσύ είσαι ακόμα εδώ.
Μια μελωδία που σκάει στο ραδιόφωνο, ένα άρωμα στον αέρα που περνάει τυχαία. Ένα βλέμμα στον δρόμο που μοιάζει τόσο δικό σου. Δεν σε ψάχνω, μα έρχεσαι. Σαν κάποιος να φέρνει μπροστά μου κομμάτια σου, να με προκαλεί να σε θυμηθώ, να σου παραδοθώ ξανά.
«Δεν σε ξέχασα ποτέ.» Αυτό δεν ήθελες; Να σε κουβαλάω; Να μένεις μέσα μου σαν μια πληγή που δεν επουλώνεται, σαν ένα χάδι που δεν ξεθωριάζει;
Κι εγώ, εγκλωβισμένη ανάμεσα στο “προχωράω” και στο “μένω”, χάνω τον εαυτό μου κάθε φορά που εμφανίζεσαι. Παίζεις με το μυαλό μου, με τις στιγμές μου. Ένα όνομα που δεν προφέρω, μα το ουρλιάζω μέσα μου όταν πέφτει η νύχτα. Ένα πρόσωπο που δεν θέλω να δω, μα το αντικρίζω σε κάθε καθρέφτη.
Είσαι το “τι θα γινόταν αν”. Το “πώς θα ήταν αν έμενες”. Το “αν το παλέψαμε αρκετά”. Είσαι η πιο γλυκιά μου αδυναμία και ο πιο βαθύς μου πόνος.
Μαζί σου δεν μπορώ να προχωρήσω. Χωρίς εσένα, δεν ξέρω πού πηγαίνω. Γυρνάς, λοιπόν. Πάντα θα γυρνάς. Γιατί δεν έφυγες ποτέ πραγματικά. Γιατί δεν μπόρεσα ποτέ να σε αφήσω.
Και ίσως, τελικά, να μη θέλω.