Γράφει η Τζένη Ζάικου
Η μέρα ήταν σκοτεινή, τα σύννεφα βαριά, κρέμονταν χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Χωμένη σ’ ένα μικρό καφέ, σε μια μικρή πόλη της Σκωτίας, κοιτούσα έξω από το παράθυρο, με μια κούπα αχνιστό καφέ στα χέρια μου. Η κούπα ήταν μαύρη, με μονάχα ένα αστέρι στο κέντρο της να τη φωτίζει.
Το σκουρόχρωμο υγρό στο εσωτερικό της καθρέφτιζε δυο ταραγμένα μάτια.
Ξάφνου, ακούστηκε ένας στριγκός ήχος τηλεφώνου, δυνατά. Οι περισσότεροι από τους θαμώνες του μαγαζιού αναζητήσαμε την πηγή αυτού του φριχτού ήχου, μόνο για να ανακαλύψουμε πως ήταν το τηλέφωνο του μαγαζάτορα, το οποίο μόλις είχε σηκώσει η κοπέλα πίσω από το μπαρ. Χαμογέλασα θλιμμένα.
Η μαμά μου μού είχε πει μια ιστορία κάποτε, για το πώς είχε πάρει το σταθερό γκρι τηλέφωνο του σπιτιού της στην εφηβεία και το είχε βάψει ροζ, όσο οι γονείς της ακόμη κοιμόντουσαν. Τούτο εδώ το τηλέφωνο, σχεδόν στην άλλη άκρη του κόσμου, έμοιαζε πολύ με τις περιγραφές της.
Πριν κάμποσο διάστημα, σε μίαν απέλπιδα προσπάθεια να νιώσω κοντά της, είχα βάψει το δικό μου ματζέντα, καθώς σιχαινόμουν το ροζ από μικρό παιδί. Φυσικά κατέληξα να το βραχυκυκλώσω και το κράτησα μόνο ως ντεκόρ.
Ένας κεραυνός έσκισε στα δύο τον ειρμό των σκέψεων μου και εστίασα για άλλη μια φορά το βλέμμα μου στη τζαμαρία. Τώρα έβρεχε για τα καλά και η παχιά βροχή έμοιαζε κυανή μέσα από τους πορτοκαλί φακούς των γυαλιών μου.
Κάθισα εκεί, λοιπόν, στο παλιό, φθαρμένο τραπέζι, να κοιτάζω τη βροχή με λύπη και με φόβο τον ορίζοντα, για το άγνωστο που μπορεί να ήταν ήδη στο δρόμο του για το κατώφλι μου.