Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Και κάπως έτσι άρχισα να γράφω …να γράφω για να θυμάμαι, να γράφω για να μη ξεχνάω.. να γράφω για να μπορώ να ονειρεύομαι.
Να μπορώ να κάνω το δάκρυ μου γέλιο και το αντίθετο. Να ζωγραφίζω τη μέρα μου με σκέψεις, όνειρα και εκδοχές αληθινές που θα φωτίζουν τα σκοτάδια μου!
Μα πιο πολύ να μπορώ να ζωντανεύω τις αναμνήσεις μου και να τις κρατάω ζωντανές, στοιβαγμένες ψηλά σε μια χάρτινη κούτα.
Γράφω ακόμα και για άλλους, ταπεινούς και ονειροπόλους που συμπάσχουν με κάθε ιστορία που θα ακούσουν. Για εκείνους που θα αφουγκραστούν για λίγο το πόνο και θα νιώσουν τη καρδιά τους να σφίγγεται και πάλι. Για αυτούς που θα χαμογελάσουν ακόμα και αν ο κόσμος τους έχει γκρεμιστεί. Για όλους εκείνους που παλεύουν για μια ελπίδα που δε σβήνει ποτέ, περιμένοντας το αύριο που θα ‘ρθει.
Για τους ανέμελους, τους σκεπτικούς, τους ερωτευμένους και τους προδομένους από τις επιλογές τους στη προσπάθειά τους να ενταχθούν σε ένα σύστημα που δεν ανήκει σε κανέναν.
Γράφω επίσης και για εκείνο το αντίο που είχες πει χωρίς να ανοίξεις καν το στόμα σου, ψάχνοντας να βρω το γιατί πίσω από πεθαμένα λόγια που δεν είχαν τίποτα να πουν. Για όλα εκείνα τα πισωγυρίσματα που έκανες δήθεν να δεις τι κάνω, ενώ στην ουσία ένιωθες μόνος και απελπισμένος και έψαχνες από κάπου να πιαστείς, αδιαφορώντας για ακόμη μια φορά για αυτό που ένιωθα, κάνοντας με να αποκρυπτογραφώ ξανά και ξανά κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα σου μηχανικά.
Και μέσα σε όλα αυτά ακόμα συνεχίζω. Συνεχίζω να κάνω τη γραφή συναίσθημα για να μη λησμονηθεί και χαθεί. Για να μη φύγεις εσύ. Για να σε κρατάω ζωντανό πίσω από τις λέξεις, γιατί πολύ απλά σε ερωτεύτηκα ,σε αγάπησα και σε νοσταλγώ σε κάθε συλλαβή που καταγράφω σε ένα άψυχο χαρτί που παίρνει ζωή κάθε φορά που το αγγίζω.
Για όλα αυτά που έχουν θαφτεί και ξεχαστεί σε μια ισόβια θανατική ποινή «μου λείπεις»