Γράφει η Ματίνα Νικάκη
Από κοριτσάκι μικρό, ευλαβικά κουβαλούσα έναν σταυρό στο στήθος μου.
“Να φοράς τον Σταυρό σου, να σε φυλάει ο Χριστός”, μου έλεγε η μάνα μου.
Κι όταν φοβόμουν, σκεφτόμουν πως Τον έχω πάνω μου κι έπαιρνα θάρρος.
Σιγά σιγά, κι όπως περνούσε ο καιρός, ο Σταυρός έγινε μ’ εμένα ένα.
Έγινε η δύναμη και το φως μου, όταν όλα γύρω σκοτείνιαζαν.
Καθώς μεγάλωνα, εκτός από το χρυσό Σταυρό στο στήθος μου, ένιωσα και Σταυρούς στην πλάτη μου.
“Ένα κορίτσι τόσο δα, μπορεί να σηκώσει Σταυρό μωρέ;” σκεφτόμουν.
Κι όμως, μπορούσα.
Και τότε κατάλαβα: τους μεγάλους Σταυρούς δεν τους σηκώνουν οι μεγάλες πλάτες, αλλά οι μεγάλες ψυχές.
Χωρίς άλλη πνοή, αλλά περήφανα, ανέβαινα το δικό μου βουνό.
Υπομονετικά, προδομένη, αδικημένη.
“Ξέρει ο Χριστός μου τι κάνει”, έλεγα μέσα μου.
Αυτός με οδηγούσε.
Αυτός ζύγισε τον Σταυρό και τον ακούμπησε στη δική μου πλάτη, φροντίζοντας να μην είναι βαρύτερος απ’ όσο αντέχω.
Αυτός δίκαια έκρινε ότι ήταν φτιαγμένος για εμένα.
Κι αφού τον ευλόγησε, τον απέθεσε στους ώμους μου.
Αυτός με δίδαξε με τις πράξεις Του πως μπορώ να αντέξω την αδικία, την προδοσία.
Πως πρέπει να πονέσω.
Πως πρέπει να βρω τη δύναμη να συγχωρέσω.
Πως πρέπει να πεθάνω, για να αναστηθώ.
Σκύβω το κεφάλι μου μπροστά στην εικόνα Σου, Χριστέ μου.
Από ντροπή για τις στιγμές που λύγισα.
Από πόνο για τον πόνο που πέρασες.
Από σεβασμό στο μεγαλείο Σου.
Από σεμνότητα στην Αγιοσύνη Σου.
Συγχώρα μας.
Γιατί έπρεπε να περάσεις όλα αυτά για να μας δείξεις πως, για να φτάσουμε στο φως, πρέπει πρώτα να περάσουμε μέσα από το σκοτάδι.
Με μοναδικό όχημα την αληθινή αγάπη και τη συγχώρεση.