Γράφει η Γεώρα
Σε αναζητώ!
Μέσα στην πόλη. Πιστεύω πως τυχαία θα σε δω το πρωί από το μαγαζί που παίρνω τον καφέ μου. Παραγγέλνω πάντα δύο, μήπως περάσεις να ξέρεις πως ακόμα σε θυμάμαι. Μήπως χαμογελάσεις όταν θα στον προσφέρουν και σου πουν πως είναι κερασμένος από μένα. Μήπως χαμογελάσεις όπως τότε που σου έφτιαχνα εγώ!
Σε αναζητώ. Στις διαδρομές με το αυτοκίνητο. Ίσως τυχαία σε δω στο δίπλα αμάξι, καθώς θα έχουμε κολλήσει κάτω από το κόκκινο φανάρι.
Σε αναζητώ. Στους περιπάτους μου. Στις βραδινές εξόδους μου. Ψάχνω να βρω μια σπίθα πάθους αλλά μονάχα από το δικό σου πρόσωπο.
Σε αναζητώ.
Στις βόλτες μέσα στα φώτα της πόλης. Όταν τα βράδια παίρνω το αμάξι και βάζω τραγούδια που ακούγαμε μαζί. Σε αυτές τις βόλτες της φυγής από του πόνου το υποσυνείδητο. Όμως πλέον αυτές οι βόλτες με κουράζουν, με ζαλίζουν. Ήταν αλλιώς όταν τις κάναμε παρέα. Τα φώτα της πόλης ήταν σαν χιλιάδες – μυριάδες αστέρια. Ευχές που άγγιζαν για λίγο τη γη.
Σε αναζητώ στα απτά, ενώ συνεχώς σε κουβαλάω μέσα μου!
Και απόψε, σε αυτή τη βόλτα μέσα στη νύχτα, με όλα τα φώτα να είναι ευχές, μου λείπεις. Και έχει αρχίσει να δακρύζει ο ουρανός. Σταγόνες αρχίζουν και καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο επιφάνεια στα τζάμια του αυτοκινήτου. Θολώνουν και αυτά όπως τα μάτια όταν βουρκώνουν.
Θυμάμαι πάντα που μου έλεγες πως όταν βρέχει, δεν ήθελες να οδηγώ γιατί φοβόσουν. Και θέλω να ρίξει μία νεροποντή να φτάσει μέχρι το βάθος του πόνου της ψυχής, μήπως και τρέξεις να με βρεις για να με σώσεις.
Όμως θα γυρίσω πίσω, με την ελπίδα πως σήμερα που βρήκα το θάρρος να σου στείλω μήνυμα πως φοβάμαι αυτή τη νύχτα, πως θέλω να με πάρεις αγκαλιά να με ηρεμήσεις, θα σε βρω να με περιμένεις. Για να πάψω να σε αναζητώ στα τυχαία γεγονότα, στις στιγμές, στις ώρες και ίσως έτσι καταφέρω να πάψω να σε κουβαλάω και μέσα μου, γιατί πλέον θα σε έχω δίπλα μου.