Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Οι ματιές τους πετάνε φωτιές, ένας χορός για δύο, ένας χορός που έχει νικητή και χαμένο.
Τα λόγια της τον έκαψαν ολόκληρο. Το “σ’ αγαπώ” που βγήκε από τα χείλη της ήταν το τελευταίο που ήθελε να ακούσει.
Τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές δίπλα στον κορμό του. Το πρόσωπο του στυλωμένο απέναντί της, την κοιτάζει βαθιά στα μάτια.
Η όψη του σκληρή και τραχιά, σαν να κοιτάζει τον χειρότερο εχθρό του· κι ας είναι ο έρωτας της ζωής του.
Όλα δύσκολα για εκείνους. Αντάμωσαν την πιο λάθος στιγμή, μα ήταν τόσο σωστοί ο ένας για τον άλλο.
Η έκφρασή του τώρα μαλακώνει, τα χέρια του πέφτουν απαλά δίπλα του και κάνει ένα βήμα μπροστά.
Αγκαλιάζει τα χέρια της με τα δικά του και την κοιτάει τρυφερά στα μάτια.
Η ζωή του όλη. Η καρδιά του και η σκέψη του παραδομένα σε εκείνη από τότε που την γνώρισε.
Ο λόγος του δοσμένος αλλού.
Εκείνη κλαίει. Ξέρει.
Δεν έπρεπε να μιλήσει, τα είχαν συμφωνήσει. Μα το συναίσθημα έγινε κύμα και την παρέσυρε, σχεδόν την έπνιξε.
Κουνάει το κεφάλι της αμυδρά και του λέει, με όση φωνή της έχει απομείνει, να μην μιλήσει, πως δεν χρειάζεται.
Τα μάτια του είναι υγρά, το πρόσωπό του έχει σπάσει και είναι κατακόκκινο.
Την παρακαλάει, της λέει πως πρέπει να της εξηγήσει, πως δεν είναι όλα τόσο απλά. Εκείνη δεν θέλει να ξέρει.
Τα χέρια του τυλίγουν με αγάπη το πρόσωπό της.
“Μέτρα μέχρι το 10 και πες μου ξανά πόσο με αγαπάς. Σε παρακαλώ.”, της λέει και η φωνή του σπάει.
Πέφτει στην αγκαλιά του, παίρνει δυο βαθιές ανάσες και με φωνή που τρέμει του ψιθυρίζει “σ’ αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει στην ζωή μου, σ’ αγαπώ κάθε μέρα περισσότερο από όσο νόμιζα πως μπορούσα. Σ’ αγαπώ γαμώτο.”.
Της χαϊδεύει τα μαλλιά, χαμογελώντας αμυδρά.
Αύριο όλα θα άλλαζαν.