Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Κάποιες ημέρες είναι δύσκολες. Κάποιες φορές με πιάνει από τα μαλλιά εκείνη η παλιά μου φίλη, η θλίψη. Τα μάτια βουρκώνουν, η μοναξιά με πλησιάζει, το παράπονο με παρασύρει στον δικό του κόσμο.
Εσύ θα είσαι εκεί να μου κρατάς το χέρι;
Γιατί εκείνη την στιγμή η θλίψη είναι ανυπόφορη. Όχι, όχι . Ποτέ δεν ζήτησα, ποτέ δεν ζητώ να με βοηθήσεις. Ή να κουβαλήσεις εσύ την θλίψη. Ή να διορθώσεις την κατάσταση.
Εσύ απλά το χέρι θέλω να μου κρατάς.
Ήσυχα ήσυχα κάθησε πλάι μου και αφουγκράσου τις ανάσες της καρδιάς μου. Τον κρότο των δακρύων που πέφτουν στο πάτωμα καθώς κυλούν ζεστά.
Το τρέμουλο των χεριών μου όταν με κρατάς.
Δική μου η θλίψη, δικές μου οι πληγές. Μην μου ζητάς ξανά τρόπο να με βοηθήσεις. Γιατί το ξέρεις.
Από την χώρα των σκιών μου θα βγω ξανά στην επιφάνεια με κουράγιο και δύναμη ψυχής.
Στον δικό μου χρόνο όμως, όταν μόνη μου κοιτάξω βαθιά μέσα μου και βρω ξανά εκείνα τα κλειδιά που όλο χάνω.
Και τότε θα βγω στην επιφάνεια.
Από το σκοτάδι μου κάθε φορά ολοένα και κάτι κερδίζω. Περισσότερη δύναμη εσωτερική, η ψυχή μου ενδυναμώνει, το φως στα μάτια μου λάμπει ολοένα και περισσότερο.
Εσύ μονάχα τα χέρια να μου κρατάς.
Γιατί από εσένα εκείνη την στιγμή, το καλύτερο δώρο που μπορείς να μου κάνεις, είναι απλά το χέρι να μου κρατάς. Μέχρι να επιστρέψω υγιής και δυνατή.
Θα το έκανες αυτό για εμένα;