Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Έκλεισε τα μάτια του και έφυγε. Τόσο ήσυχα και ήρεμα όσο ήταν και στη ζωή του. Δε παραπονέθηκε ποτέ γι’ αυτό που του συνέβη. Δεν αναθεμάτισε καμία μοίρα που τον έφερε σε αυτή τη θέση ούτε κανένα Θεό που τον ταλαιπώρησε τόσο πολύ. Λίγες στιγμές μόνο έκλεινε τα μάτια του για να ξεκουράσει την ψυχή του και ύστερα τα άνοιγε ξανά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να μπορέσει να συνεχίσει για λίγο ακόμα.
Ήταν μαχητής μέχρι την τελευταία του στιγμή. Ήξερε πως το τέλος πλησιάζει και δεν το ήξερε κανείς, παρά μόνο εκείνος. Στάθηκε ήρωας της ζωής του και όλων εκείνων που του κρατούσαν το χέρι μέχρι να σταματήσει να μιλάει.
Ήταν ο θείος μου. Ο άνθρωπος που μεγάλωσα μαζί του. Ο άνθρωπος που όταν άνοιγα τα μάτια μου στην κούνια ήταν από πάνω μου και μου γελούσε. Ήταν εκείνος που λατρεύω από όταν άρχισα να μιλάω. Εκείνος που άπλωνα τα χέρια μου για να με πάρει αγκαλιά κάθε φορά που θα τον έβλεπα στο οπτικό μου πεδίο. Εκείνος που περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και το κούτελο καθαρό. Εκείνος που στο πέρασμά του άκουγες χειροκροτήματα και κουβέντες καθαρές.
Δεν έβαλα ποτέ τον θάνατο πάνω από τη ζωή, αλλά γύρω μου τον μυρίζω σαν κάτι γνώριμο. Τον πένθησα. Τον έκλαψα. Θύμωσα. Φώναξα. Άφησα τα συναισθήματά μου να ελευθερωθούν για να μη πνίξουν την ψυχή μου. Έπρεπε να αναπνεύσω και να το αποδεχτώ πρώτον για τους ανθρώπους γύρω μου και δεύτερον για εκείνον που με βλέπει από ψηλά.
Απαλύνεται άραγε ο πόνος του θανάτου ή μαθαίνεις να ζεις με αυτόν; Γιατρεύεται η καρδιά ή αιμορραγεί μέσα μας συχνά, ξεγελώντας για λίγο τον καιρό;