Γράφει η Ιωάννα Ιακωβίδου
Κοιτάζεις παγωμένη, σκέφτεσαι να κάνεις ένα βήμα ακόμη για να δεις τι θα συμβεί.
Όταν τα φύλλα εγκαταλείπουν τα δέντρα είναι φθινόπωρο, όταν δε χρειάζεται να ποτίζεις συχνά τα λουλούδια σου μεταξύ φθινοπώρου και χειμώνα.
Όταν παίρνεις καινούρια λουλούδια για τις γλάστρες που άφησε ο χειμώνας άδειες είναι άνοιξη.
Κι όταν η ζέστη είναι τόση που θες να δεις τη θάλασσα είναι καλοκαίρι.
Όταν σε εγκαταλείπει η δύναμη σου, η αισιοδοξία και η χαρά τι εποχή είναι;
Τι όνομα να δώσεις στην εποχή που έχασες ό,τι πιο πολύτιμο είχες; Εκείνο που έλεγες σπίτι σου δεν υπάρχει πια, εκείνο το τραπέζι που έλεγες τα νέα της ημέρας με το πιο αγαπημένο σου πρόσωπο, πήγαινε πακέτο με το σπίτι.
Κι εκείνη η βεράντα που γελούσατε δυνατά πίνοντας μπύρες κι εκείνη πακέτο με το σπίτι.
Και το πιο ζεστό σημείο του κόσμου όλου, το κρεβάτι σου στέκει μπροστά στα μάτια σου άδειο.
Θες να κάνεις ένα βήμα για να δεις τι θα συμβεί, μήπως όλα γίνουν όπως πριν, μα δε ξέρεις αν το βήμα πρέπει να είναι προς το παρελθόν ή προς το μέλλον.
Γι’ αυτό στέκεσαι εκεί παγωμένη, ακίνητη, ίσως αν παραμείνεις στο ίδιο σημείο, έρθουν όλα πάλι και σε βρουν.
Όμως όχι μη στέκεσαι, προχώρησε μήπως και ξεχάσεις όλα αυτά που νιώθεις τώρα.
Αν ήξερε πόσο πολύτιμο ήταν αυτό που είχες μέσα σου…. Αν ήξερε!