Ήσουν ο άντρας της φωτογραφίας. Κούρος, αγέλαστος, Μανιάτης.
Ερχόσουν με τις βαλίτσες γεμάτες παιχνίδια και σου λεγα, θυμάμαι: “Φύγε, ασ΄ τα παιχνίδια και φύγε, ο πατέρας μου στέκει εκεί, Κούρος, αγέλαστος, Μανιάτης”.
Δεν με αγκάλιαζες, δεν με φιλούσες όχι γιατί δεν μ΄αγαπουσες, μα φαίνεται δεν σου μαθαν να δείχνεις την αδυναμία.
Σαν Παναγιά σου μ΄είχες, εικόνισμα δικό σου, φοβόσουν μήπως τα χάδια σου με μολύνουν. Και ήρθε η εφηβεία, φωνές και ουρλιαχτά, “Ποιος είσαι εσύ που τολμάς να μου θέτεις το δικιο, που ήσουν τόσα χρόνια;”
Και μετά διαδέχτηκαν οι σιωπές, αυτές οι αδηφάγες σιωπές των ξένων.
Μεχρι που ήρθε η αποφράδα μέρα που το κεφάλι με τα γόνατα γίναν ένα και εκεί για μια στιγμή, ήσουν εσύ ο μόνος άνθρωπος, στον οποίο ήθελα να ουρλιάξω: “Πατέρα φοβάμαι, Πατέρα σ΄αγαπάω, Πατέρα σ΄ευχαριστώ, που είσαι εδώ και ας έκανες τόσα χρόνια να ρθεις.”
Και τώρα Μάνα και εγώ, πόσο σου μοιάζω, που τρομάζω.
Μόνο που εγώ έμαθα απο την έλλειψη να αγαπώ και την αγάπη μου να διεκδικώ. Συγχώραμε γι΄αυτό….