Γράφει ο “Ανώνυμος”
Βράδια απ αυτές που βγαίνεις για να πιείς. Κλασικό Σαββατόβραδο με καλούς φίλους. Κάπου εκεί ανάμεσα στο κέφι, στη ζαλάδα και στα γέλια μέσα στις μουσικές νιώθω το «τέρας» να πλησιάζει. Είναι εκείνες οι σκόρπιες στιγμές σκοταδιού.
Νιώθω το σκούντημά στον ώμο μου απ τον διπλανό μου.
«Ε! Εδώ! Μη χάνεσαι!»
Χαμογελάω ξανά και σηκώνω το ποτήρι ανάβοντας το τσιγάρο μου.
«Τι ήταν τελικά για σένα ρε φίλε;»
Τι να σου λέω; Ένα «έργο» ήταν. Τα είχε όλα. Ξεκίνησε σαν κωμωδία, το γύρισε σε ρομαντική ταινία κι έκλεισε σαν ψυχολογικό θρίλερ.
Ήταν τα πάντα, όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται. Το γέλιο μου, το στήριγμα μου, η αγάπη μου, η καύλα μου. Τα είχα αφήσει όλα επάνω της. Κανένας άνθρωπος δε με ήξερε όπως αυτή. Δε χρειαζόταν να λέμε πολλά, παρόλο που δε σταματούσαμε ποτέ να μιλάμε.
Είτε μαζί, είτε χώρια. Το κακό ήταν ότι την ήξερα κι εγώ απ έξω. Κάθε κίνηση, κάθε μάτια, κάθε λέξη που έλεγε. Είχα όλο το «κείμενο» που έκρυβε έτοιμο από πίσω. Είχαμε τα καλά μας, είχαμε και τα κακά μας. Αλλά ήξερα ότι είμασταν ένα. Εγώ για εκείνη κι εκείνη για εμένα.
Αλλά ρε μαλάκα, ένα πράγμα δεν έπρεπε να έχω. Πίστη! Πίστη ότι όλο αυτό θα είναι για πάντα. Στα πρώτα σύννεφα νόμιζα ότι χαμηλώσαν τα φώτα. Στην πρώτη βροχή νόμιζα ότι θα βγει ουράνιο τόξο.. και στην πρώτη καταιγίδα άνοιξα την αγκαλιά μου για να την προστατέψω.
Και πάλεψα ρε φίλε. Πάλεψα γιατί δεν ήθελα να δω την αλήθεια κι ας την ήξερα. Γιατί την ήξερα καλυτέρα από εμένα, όπως αυτή εμένα καλύτερα απ’ αυτήν. Μέχρι που ο ήλιος βρήκε χαραμάδα και με ξεστράβωσε, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο και κάπως έτσι τα κάναμε όλα στάχτη!
«Και γιατί σκας ακόμη ρε βλάκα; Τόσος καιρός πέρασε, καλά δεν είσαι;»
Πίνω μια γουλιά κι ανάβω ακόμη ένα, μετά από μια καλή τζούρα χαμογελάω κάπως ειρωνικά αδερφέ μου δε σκάω πια για κανέναν. Με τον εαυτό μου παλεύω.
Με το τέρας που κρύβω μέσα μου τόσο επιδέξια. Ήταν η μόνη που το είχε ηρεμήσει. Και τώρα πρέπει εγώ να το κρατάω σε καταστολή. Βγαίνει μόνο όταν χαλαρώνω. Δεν το ξέρεις; Τα τέρατα βγαίνουν πάντα νύχτα! Cheers..