Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Η επιλογή μου ήταν να μείνω.
Εσύ έφυγες, δεν κοίταξες πίσω σου.
Εγώ με πείσμα να περιμένω.
Δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν αυτό που περίμενα.
Κι όσο περίμενα η θλίψη μου σαν μαύρο σύννεφο να με πλακώνει.
Υπάρχει ένας ακαθόριστος φόβος, γιατί το ξέρω πια πως δεν θα γυρίσεις.
Το πρωί κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, δεν τον αναγνωρίζω πια.
Σταμάτησα να γράφω, λευκές οι σελίδες.
Σταμάτησα να διαβάζω και το βιβλίο που άρχισα προχθές.
Κάθισα στον καναπέ και είχα κι έναν τραπέζι δίπλα μου με έναν ρολόι απ’ αυτά που ακούγονται για να μου θυμίζουν την φωνή σου.
Το βράδυ κοιτάζω το φεγγάρι και του σιγοψιθυρίζω λόγια αγάπης για σένα, εσένα που δεν μπορώ να βγάλω από μέσα μου.
Ύστερα ξαπλώνω στα λευκά σεντόνια μου και κλαίω.
Σήμερα όμως θα βγω.
Γνώρισα κάποιον, πολύ διαφορετικό από εσένα και θέλω να μας δώσω μια ευκαιρία.
Ετοιμάστηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Εντάξει καλή είμαι, αρχίζω σιγά σιγά να συνέρχομαι.
Έβαλα τα κλειδιά στην τσάντα και βγήκα έξω.
Ήρθε η στιγμή που πρέπει να προχωρήσω!