Γράφει ο Νίκος Γρηγορόπουλος
Ήθελα να ήξερα πως νιώθεις όταν μουδιαζεις στα ξενύχτια χωρίς τον ήχο της ανάγκης.
Όταν δικαζεις τον εαυτό σου και φοβάσαι. Όταν ζυγίζεις το μέλλον που σε κοιτάει σαν φάντασμα πανω από τα σκεπασματα. Όταν λες πως δεν σε νοιάζει αλλά κατά βάθος θέλεις να το ζήσεις.
Όταν δικαζεις τον εαυτό σου και φοβάσαι. Όταν ζυγίζεις το μέλλον που σε κοιτάει σαν φάντασμα πανω από τα σκεπασματα. Όταν λες πως δεν σε νοιάζει αλλά κατά βάθος θέλεις να το ζήσεις.
Ήθελα να είμαι πίσω από το τασάκι σου και να μετράω τις γόπες που πετάς ή σε μια γωνιά του ταβανιου σου, στις γραμμές από τα πλακάκια ή κρυμμένος σε μια φέτα του καλοριφέρ σου και να κοιτάω τις πιο όμορφες μοναξιες σου.
Και όταν με άλλους ξενυχτας και τάχα συμφωνείτε να είμαι μια ιδέα πιασμενη από τις μπούκλες σου.
Όταν με φίλες θα γελάς να είμαι ο καφές σου.
Να μαγειρεύω τα δάκρυα σου με αλάτι.
Να σταματάω τον χρόνο λίγο πριν ξημερώσει, να μην σε τρομάζει το φως.