Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Φοβάμαι τα σκοτάδια μου, γιατί δεν τ’αγάπησες ποτέ σου. Φοβάμαι τον εαυτό μου, γιατί όταν πονάω τα κάνω όλα γυαλί γύρω μου.
Και κόβομαι και πονάω. Που να μοιράσω τον πόνο, πες μου; Πώς να κρατήσω την κραυγή μου όταν βουβά με αγκαλιάζει;
Μην μου λες πως πρέπει να φύγω, πως πρέπει να απαρνηθώ.
Μου πήρε χρόνια να μάθω να χαϊδεύω τον ουρανό, να αγγίζω το λιόγερμα, να μοιράζομαι το φεγγάρι.
Μην μου ζητάς να είμαι πεζή, τυφλή και ξένη. Μην μου ζητάς να αποχωριστώ αυτά που έμαθα, αυτά που αγάπησα και μ’αγάπησαν.
Μην μου ζητάς να είμαι μια άλλη, γιατί σαν άλλη δεν μπορώ να αναπνεύσω, δεν μπορώ να μυρίσω, δεν μπορώ να δω.
Θέλω να μπορώ να λέω το “σ’αγαπώ” χωρίς να καταπίνω το σάλιο μου, χωρίς να βογκάει η αναπνοή μου.
Μεγάλωσα και δεν μπορώ να κρεμάω στους ώμους μου τα δήθεν σ’αγαπώ.
Υπάρχουν κουβέντες που ερήμωσαν και τα κλειστά στόματα έπνιξαν τα ανείπωτα λόγια.
Έθρεψα στον κόρφο μου την σιωπή, γιατί κουράστηκα να με ματώνουν οι λέξεις. Δεν μπορώ να επιμένω σ’έναν κόσμο που δεν υπάρχω.
Σ’έναν κόσμο που δεν μπορώ να πετάω, να νιώθω και να μην αισθάνομαι. Κι όταν δεν αισθάνομαι, πνίγομαι.
Έχεις ακούσει ποτέ τον πόνο να ουρλιάζει;
Έχεις πιάσει στα χέρια σου τον ήχο του; Θα σου συντρίψει τα κόκαλα η κραυγή του.