Γράφει η Λέλα Σακήλια
Απόψε σε χρειάζομαι. Ξανά. Κι απόψε λείπεις.
Γυρνάω σαν σκιά στον καπνό του ποτού μου, βουτηγμένη στη σιωπή. Ο έρωτας που έφερες δεν ήταν απλός· ήταν ληστής. Ήρθε, άρπαξε, κι έφυγε. Σαν Αγαρηνός σε λεηλασία, πήρε ό,τι ήμουν και άφησε πίσω συντρίμμια.
Λόγια βαριά, λόγια ψυχοφθόρα. Πώς να τα σηκώσω; Σφίγγουν τον λαιμό μου σαν κόμπος που δεν λύνεται. Δάκρυα; Όχι, δεν είναι από χαρά. Αυτά θα ήθελα να κλάψω, αλλά πού; Κλαίω για σένα. Για την ανάμνηση. Για το άρωμά σου που ακόμα στροβιλίζεται πάνω μου. Το δέρμα μου το θυμάται, κι ας έχω ξεχάσει πώς είναι να γελάω αληθινά.
Κι εσύ; Εσύ γελάς αλλού. Γελάς εκεί που δεν φτάνω. Ξεφτίζεις, φεύγεις, γίνεσαι καπνός. Κι εγώ; Εγώ μεθάω. Από σένα, από τα φαντάσματά σου. Από τα “τι θα γινόταν αν”.
Δεν είναι αγάπη αυτό. Είναι δόση. Δόση που ζητάω ξανά και ξανά, κι ας ξέρω πως με σκοτώνει. Ένας έρωτας-ληστής που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Που με λήστεψε από εμένα την ίδια.
Κι όμως, τον θέλω. Σε θέλω. Σε χρειάζομαι. Ακόμα.
Απόψε, πάλι λείπεις. Μα εγώ εδώ, με το ποτήρι στο χέρι, παλεύω με τις σκιές σου. Σου ανήκω ακόμα. Στον ληστή που με διέλυσε, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω.